Η Γυναικα στο χωριο-ηθη-εθιμα

             Η γυναίκα στο χωριό και οι ασχολίες της .

                                     Ήθη και έθιμα

Οι γυναίκες στο χωριό ήταν οι πιο σκληρά εργαζόμενες εκείνη την εποχή. Μετείχαν σχεδόν σε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Επιπρόσθετα δε, είχαν και τις καθαρά γυναικείες ασχολίες.
Η γυναίκα στο χωριό τα δίσεκτα χρόνια της τουρκοκρατίας, αλλά και κατά την ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους, μετά την επικράτηση της επανάστασης του 1821 και μέχρι πρόσφατα, χωρίς να είναι δούλη εξαρτιόταν απόλυτα από τον άντρα της. Δούλευε πάντα μαζί του σε όλες τις δουλειές. Το σόι του άντρα της έπρεπε να το σέβεται, να υπακούει την πεθερά και τον πεθερό και να σέβεται τα κουνιάδια της (αφέντες τους αποκαλούσε) .
Το κορίτσια θεωρούνταν «ξένα», αφού θα παντρεύονταν και θα έφευγαν. Δεν θεωρούνταν παιδιά, αλλά απλώς «κορίτσια» • «δυο παιδιά και ένα κορίτσι» έλεγαν ή τις περισσότερες φορές, -«δυο παιδιά και ένα κορίτσι με του σμπάθιο».
Στη γέννα των αγοριών, υπήρχε έκδηλη η χαρά μέσα στο σπίτι, ενώ αντίθετα όταν αυτό ήταν κορίτσι επικρατούσε κατήφεια.
« Έχω γιό κι έχω χαρά που θα γίνω πεθερά
έχω κόρη κι έχω πίκρα που θα μου χαλέψουν προίκα».
Το σύντροφό της δεν τον διάλεγε, αλλά της τον διάλεγαν οι γονείς.
«Ζούσε τ’ άδικο μέσα από την κούνια της» παραφράζοντας το στίχο του Μάνου Ελευθερίου στο τραγούδι «Παραπονεμένα λόγια».
Στη γυναίκα της υπαίθρου στα σαράντα της το πρόσωπό της είχε αυλακωθεί παράκαιρα και είχε μαραγκιάσει ο κόρφος της από τη σκληρή δουλειά, από την έκθεση στον ήλιο και στον αέρα• αλλά προχωρούσε.
Στεκόταν όρθια, προσδοκώντας ένα καλλίτερο μέλλον για τα παιδιά της.
Δε λύγιζε, ήταν η θεμέλιος κολώνα του σπιτιού, δεν το έβαζε κάτω, δούλευε «από χαραΐς»   ασταμάτητα, δούλευε στα χωράφια, όργωνε το χωράφι με το ζευγάρι, έσκαβε, έσπερνε, σκάλιζε, πότιζε, θέριζε, αλώνιζε, λίχνιζε το αλώνισμα για να μετρηθεί ο κόπος ενός χρόνου, μαγείρευε τον κόκορα κι έφτιαχνε την πίτα γιατί, έτσι το καλούσε η μέρα του αλωνίσματος.
Έκοβε με την κοσιά-κόφτρα το τριφύλλι ή το σανό και το σούρουπο κουβαλούσε ζαλίκα καυσόξυλα, κλάρες και ρογκατσίδια για τη γάστρα ή το φούρνο.
Μετείχε ενεργά στο σκάψιμο, στο σκάλο, στο κορφολόγημα και στον τρύγο του αμπελιού, αλλά και στο πάτημα των σταφυλιών. Δεν δίσταζε να βγάλει τα τσουράπια, να σηκώσει την «καμζέλα» μέχρι τα γόνατα και να μπει στην τραπεζονιά με τα σταφύλια και πατώντας να βγει ο μούστος.
Ζαλικωνόταν τη βαρέλα με το νερό από τη βρύση, πήγαινε τ’ άλεσμα στο μύλο.
Δούλευε στις δουλειές του σπιτιού, ζύμωνε στη σκάφη το ψωμί το έπλαθε στο πλαστήρι το έφτιαχνε καρβέλια και το άφηνε ώσπου να γίνει, άνοιγε τα φύλλα με τον πλάστη, έφτιαχνε πίτες, έκαιγε το φούρνο και φούρνιζε ή άλλοτε πάλι έκαιγε τη γάστρα κι έψηνε.
Έπλενε στο σκαφίδι, έβαζε μπουγάδα, πήγαινε τα σκουτιά, τις φλοκάτες και τις κουβέρτες στη ρεματιά να τα πλύνει ή στο μαντάνι ή στη νεροτριβή, για μαντάνισμα.
Βοηθούσε στην επισκευή ή τα μερεμέτια του σπιτιού.
Τάιζε τις κότες, το γουρούνι. και τα οικόσιτα ζωντανά.
Μαγείρευε με ξύλα στο τζάκι, φρόντιζε να μη λείψει τίποτα από τα παιδιά της.
Έκανε την καθημερινή λάτρα του σπιτιού.
Η καθαριότητα μισή αρχοντιά, έλεγαν.
Γινόταν βοσκός, όταν οι ανάγκες το απαιτούσαν, έπαιρνε μέρος στο άρμεγμα, στράγγιζε το γάλα, έπηζε το τυρί, έφτιαχνε την κορφή κι ύστερα την κοπάνιζε στην κοπανοκάδη, για να βγάλει το βούτυρο, έφτιαχνε τη μυζήθρα.
Έπαιρνε μέρος στον κούρο, έπλενε τα μαλλιά των γιδοπροβάτων, τα έξανε και τα λανάριζε, τά γνεθε, τα ίδιαζε, τα ύφαινε στον αργαλειό. Έπλεκε τα μάλλινα και τα τσουράπια για το χειμώνα με τις βελόνες, μπάλωνε τα τρύπια παντελόνια και τα πουκάμισα, γινόταν ράφτρα
Προ πάντων, ήταν μάνα, σύζυγος, είχε το αποκλειστικό προνόμιο στην περιποίηση και στη διατροφή των παιδιών μέχρι να ξεπεταχτούν. Αλλά η μάνα του χωριού, όπως και κάθε μάνα, από τη στιγμή που φέρνει στον κόσμο τα παιδιά της, πέραν από τη φροντίδα για υγιή ανάπτυξή τους, πάσχιζει να τα εμπνεύσει και να τα διδάξει αξίες και ιδανικά, γιομίζοντας την ψυχή τους από τον πλούτο της δικής της ψυχής.
Η μάνα εκείνης της εποχής δίδασκε στα παιδιά της να ακολουθούν τους κανόνες της τοπικής κοινωνίας, τους μεταβίβαζε τις αξίες και τα πολιτιστικά αγαθά, τα γλωσσικά ιδιώματα, τις συνήθειες, τον τρόπο ομιλίας και συμπεριφοράς, τη συνεργασία και την αλληλοβοήθεια.
Τα μάθαινε τις αρετές της αλήθειας, της φιλανθρωπίας, της φιλοξενίας και φιλοπατρίας, την αγάπη για το χωριό.
Τα παρακινούσε να υπακούουν τους μεγαλύτερους και να τους σέβονται. Τα παρότρυνε να αποκτούν γνώσεις «γράμματα» και να γίνουν υπεύθυνοι άνθρωποι. Να αντιμετωπίζουν κινδύνους, να αγαπούν το τόπο που γεννηθήκαν, την πατρίδα, την ιστορία και τις παραδόσεις.
Για να μη λείψει από τις δουλειές του χωραφιού και γενικά τις αγροτικές δουλειές, τα βρέφη τα έπαιρναν μαζί τους και όταν ήταν η ώρα του θηλασμού ή του φαγητού έκανε ένα μικρό διάλειμμα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις πολλές φορές χρησιμοποιούσαν το σαμάρι για μπισίκι ή κούνια.
Η γυναίκα μετείχε μαζί με το σύντροφό της και ήταν παρούσα σε όλες τις γεωργικές εργασίες, είτε οδηγώντας το ζευγάρι στο όργωμα, είτε έκανε το σπορέα, είτε με την σκεπαρνιά στο χέρι κάλυπτε το σπόρο που έμεινε ακάλυπτος από το όργωμα, για να μην τον φάνε τα πουλιά και τα μυρμήγκια. Και τα ελάχιστα φύτρα στο χωράφι τα είχαν ανάγκη.
Zαλίκι ή Ζαλίγκα ήταν και αυτό γυναικεία δουλειά. Οι γυναίκες, όταν το απόβραδο πλέον τελείωνε η δουλειά τους στο χωράφι μάζευαν από το διπλανό δάσος κάποια ξύλα, ρογκατσίδια ή κλάρες για το κάψιμο του φούρνου. Τα έκαναν δεμάτι και τα ζαλικώνονταν με την τριχιά στην πλάτη και πεζή ανηφόρα η κατηφόρα τα μετέφεραν στο σπίτι, ανεξάρτητα από την απόσταση, που έπρεπε να διανύσουν, ενώ ο αφέντης άνδρας, προηγούνταν καβάλα στο άλογο.
Ζύμωμα. Όταν πια το αλεύρι έφτανε ζεστό ακόμα από το μύλο, που τις περισσότερες φορές η ίδια το είχε πάει για άλεσμα, πρώτη δουλειά της νοικοκυράς ήταν να έχει αναπιάσει το προζύμι και να αρχίσει το ζύμωμα. Συνήθως για το ανάπιασμα του προζυμιού, όταν αυτό γινόταν για πρώτη φορά, χρησιμοποιούσαν βασιλικό, που κράταγαν οι νοικοκυρές από τον βασιλικό που μοίραζαν την ημέρα της Ύψωσης του του Τιμίου Σταυρού.
Στη συνέχεια κρατούσαν ένα κομμάτι από το νέο μίγμα και το έβαζαν μέσα το αλεύρι για την επόμενη φορά.Η φώτο είναι αναβασμένη απο τοfb
Το ζύμωμα δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, όταν μάλιστα υπήρχαν πολλά άτομα στην οικογένεια.
Πρώτα υπολόγιζαν πόσο αλεύρι χρειαζόταν, το ξεχώριζαν και το κοσκίνιζαν με τη σήτα, κρησάρα, ψιλή ή χοντρή ανάλογα για να βγάλουν τα πίτουρα, με τα οποία θα τάιζαν τις κότες και τα γουρούνια. Μετά σε μια σκάφη καθαρή, που ήταν ειδικά για ζύμωμα, έριχναν αλεύρι, λίγο αλάτι, νερό και με τα χέρια το ζούλαγαν και το έπλαθαν ώσπου να γίνει ένα συμπαγές και ενιαίο μίγμα (ζυμάρι) και όταν διαπίστωναν πως ήταν πλέον έτοιμο, «λούρωνε», όπως το έλεγαν, το έκοβαν σε τεμάχια, που καθένα απ’ αυτά γινόταν κι ένα καρβέλι. Τα τεμάχια αυτά ένα-ένα τα μορφοποιούσαν πλάθοντάς τα ξανά με το χέρι και τα έβαζαν στην πινακωτή[1] και τα σκέπαζαν με καθαρά σκεπάσματα, για να δημιουργηθεί η κατάλληλη θερμοκρασία και να επέλθει η ζύμωση. Στο μεταξύ, ενώ περίμεναν ώσπου να γίνει το ψωμί, έκαιγαν το φούρνο με κλαδιά από πουρνάρι και φιλίκι, τα οποία οι ίδιες είχαν φέρει στο σπίτι ζαλικωμένες. Όταν ο φούρνος είχε πια κοκκινίσει καλά έβγαζαν ό,τι κάρβουνα υπήρχαν με το ένα φτυάρι ή μια ξύστρα, εάν υπήρχε, και τον καθάριζαν από τις στάχτες με μια πάνα βρεγμένη για να δεχθεί το ψωμί.
Έπαιρναν το γινωμένο ψωμί από την πινακωτή και με το «ψωμόφτυαρο» το τοποθετούσαν στον καμένο φούρνο. Με το ίδιο παραπάνω ψωμόφτυαρο το έβγαζαν από τον φούρνο, όταν πια είχε ψηθεί.
Άλλα σκεύη που υπήρχαν σχετικά με το φούρνο, εκτός από τα παραπάνω, ήταν το πλαστήρι, που άνοιγαν τα φύλλα, το συντραύλι, ξύλινο μακρύ ξύλο για το «συντραύλισμα» της φωτιάς, όταν καιγόταν ο φούρνος, πήλινο δοχείο για το ανάπιασμα του προζυμιού, ταψιά, λαμαρίνες, βλογυρός ή ευλογυρός για τις λειτουργιές.
Εκτός από το σιταρένιο ψωμί στο φούρνο έψηναν διάφορες πίτες, όπως: χορτόπιτες, τυρόπιτες, μπαμπανέτσα,[2] ζυμαρόπιτες, κουλουράκια, προβέντες κ.ά. Πέραν από το φούρνο για το ψήσιμο των παραπάνω υπήρχε και η γάστρα.
Η γάστρα ήταν ένα μεταλλικό μεγάλο κωνοειδές (κοίλο) καπάκι από ειδική λαμαρίνα, με χερούλι στην κορυφή, για να το πιάνουν. Στο κάτω μέρος εξωτερικά είχε ένα στεφάνι για να συγκρατεί τη χόβολη και τα κάρβουνα. Τη χόβολη και τα κάρβουνα τα έβαζαν στο πάνω μέρος εξωτερικά της γάστρας, για να διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία, αφού πρώτα πυρακτωνόταν (την έκαιγαν). Μετά αφού η γάστρα είχε καλά πυρακτωθεί έβαζαν τη χόβολη και τα κάρβουνα πάνω από τη γάστρα σκέπαζαν με αυτή πίττες, ψωμί, φαγητό, και ό,τι άλλο είχαν για ψήσιμο.
Καλαμπόκι – Αραβίσιτος
Για τη διαδικασία της σποράς και της συγκομιδής του καλαμποκιού μπορείτε να δείτε στο κεφάλαιο «Επαγγέλματα που χάθηκαν-Ασχολίες»
Το αλώνισμα του καλαμποκιού δεν έχει καμιά σχέση με αυτήν του σιταριού. Για να έχουμε τελικό καρπό όμως και αυτό έπρεπε να έλθει στο αλώνι να απλωθεί στον ήλιο, για να αποξηραθεί.
Μετά το ξεφλούδισμα, κυρίως με το χέρι, έπρεπε να αποχωρισθεί ο καρπός κι αυτό γινόταν επίσης με το χέρι σπυρί- σπυρί ή με τον κόπανο ή με το λιοράβδι.
Αφού είχαμε πλέον τον καρπό, άρχιζαν οι ετοιμασίες για το μύλο, για να γίνει αλεύρι. Το 80% του ψωμιού του χρόνου στα σιαπανίσια ορεινά και ημιόρεινα ήταν το καλαμπόκι, διότι η παραγωγή του σιταριού ήταν λιγοστή.
Παρασκευή μπομπότας
Έχουμε δυο τρόπους παρασκευής μπομπότας σε ψωμί: την ανεβατή που γινόταν με προζύμι κι ήταν αφράτη σαν παντεσπάνι !! και τη λειψά για οικονομία, που γινόταν χωρίς προζύμι και όταν ξηραινόταν δεν την πέρναγε ούτε σφαίρα. Επίσης με το καλαμποκίσιο αλεύρι έφτιαχναν χορτόπιτες, την «μπαμπανέτσα» και το «κατσαμάκι»
Παρασκευή της μπαμπανέτσας: Αλείφανε το ταψί με γλίνα, ρίχνανε το καλαμποκίσιο αλεύρι στο ταψί με το χέρι (πασπάλισμα) και προσθέτανε μια στρώση από διάφορα χόρτα από τον κήπο κομμένα. Όταν τελείωνε η στρώση με τα χόρτα ξανά με τον ίδιο τρόπο πασπαλίζανε μια στρώση αλεύρι από καλαμπόκι πάνω από τα στρωμένα χόρτα και ραντίζανε με γλίνα (σπάνια με λάδι) την πάνω επιφάνεια και τη βάζανε στο φούρνο ή στη γάστρα.
Τραχανάς – Χυλοπίτες: «Έχω απλωμένο τραχανά» «δεν έχω αδειά για κουβέντα» ή «ποιος έχασε την αδειά για να την βρω ιγώ», έλεγαν συχνά, όταν ήταν πολύ απασχολημένες και δεν είχαν χρόνο για χασομέρι.
Σήμερα η σύγχρονη γυναίκα αγοράζει τον τραχανά από διάφορα εργαστήρια άγνωστης ποιότητας και γνησιότητας. Έκτός από εκείνες που κρατάνε ακόμη τις ρίζες τους στο χωριό.
Η παρασκευή του τραχανά δεν ήταν καθόλου μια εύκολη υπόθεση, γιατί η όλη του διαδικασία απαιτούσε μεγάλη και συνεχή ενασχόληση.
Για την παρασκευή του τραχανά χρειαζόταν σιτάρι, το οποίο έπρεπε να είναι καλλίτερης ποιότητας. Κυρίως προτιμούσαν το σκληρό, το μαυραγάνι. Το σιτάρι καθαριζόταν καλά από ξένα σώματα, το έπλεναν, το στέγνωναν και το έτριβαν στις πέτρες ή το έστελναν στο μύλο για ειδική άλεση. Όταν το άλεσμα ήταν έτοιμο έπρεπε να βρεθεί το γάλα. Το γάλα λίγο πολύ όλα σχεδόν τα σπίτια το είχαν από τις δικές τους οικόσιτες κατσίκες ή προβατίνες. Εάν αυτά δεν υπήρχαν, τότε η οικογένεια αναγκαζόταν να αγοράσει από τους τσελιγκάδες και κατά προτίμηση πρόβειο, που είναι πιο παχύ.
Όταν όλα ήταν έτοιμα άρχιζε η διαδικασία παρασκευής. Η αναλογία ήταν περίπου ένα μέρος από το αλεσμένο σιτάρι (σκληρό) και δύο μέρη γάλακτος ή τρία. Το γάλα έμπαινε στο καζάνι και στη φωτιά για να βράσει, όταν αυτό άρχιζε να κοχλάζει το ανακάτευαν καλά, για να μη κόψει και σιγά – σιγά έριχναν το αλεσμένο σιτάρι συνεχίζοντας να το ανακατεύουν, για να μην κολλήσει. Το ανακάτεμα συνεχιζόταν χωρίς διακοπή μέχρι να πήξει το μίγμα. Ύστερα το κατέβαζαν από τη φωτιά και σκέπαζαν το καζάνι με το πλαστήρι για προστασία από γάτες και μύγες.  Όταν το μίγμα είχε πια κρυώσει το έκοβαν σε μικρές μπάλες και τις άπλωναν πάνω σε ένα σεντόνι για να στεγνώσει και να τρίβεται εύκολα. Μετά αυτές τι μπαλίτσες τις έτριβαν σε ένα κόσκινο έτσι ώστε το μίγμα να γίνει ψιλό στο μέγεθος του σιταριού ή και μικρότερο ανάλογα με το κόσκινο. Μετά ο τραχανάς απλωνόταν σε καθαρά σεντόνια, για να αποξηρανθεί στον ίσκιο και σπάνια στο ήλιο. Από τη στιγμή του απλώματος ο τραχανάς έπρεπε να φυλάγεται από κάποιον για να μην τον μαγαρίσουν οι μύγες και οι σφήκες τουλάχιστον για 8 ώρες. Γι’ αυτό και όταν ήταν πολύ απασχολημένοι και δεν είχαν χρόνο, έλεγαν « έχω απλωμένο τραχανά». Όταν ήταν έτοιμος τον έβαζαν σε πάνινες σακούλες και τις κρεμάγανε για να αερίζονται. Ο τραχανάς στα χωριά αποτελούσε ένα πολύ καλό θρεπτικό έδεσμα και ωραίο με πολλές θερμίδες για το πρωινό ξεκίνημα στο χωράφι και γενικά στην ύπαιθρο. Συνήθως για να αυξήσουμε την θερμιδική του αξία και τη γεύση του βάζαμε και τσιγαρίθρες.[3]
Χυλοπίτες (Πέτρα): Οι χυλοπίτες είναι πιο απλές από τον τραχανά, αλλά ακολουθούν και αυτές την ίδια διαδικασία αποξήρανσης. Τα υλικά που χρειάζονται είναι αλεύρι, αυγά, νερό και κατά προτίμηση γάλα, για να ζυμωθεί το μίγμα. Όταν ζυμωθεί το μίγμα, το αφήνουμε για να γίνει πάνω από μια ώρα. Μετά, σε ένα πλαστήρι με τον πλάστη, ανοίγουμε τα φύλλα, όχι πολύ ψιλά αλλά ούτε και χοντρά. Τα φύλλα τα απλώνουμε σε καθαρά σεντόνια για να «οψιάσουν». Ύστερα τα βάζουμε το ένα πάνω στο άλλο και τα κόβουνε με ένα μαχαίρι σε λουρίδες στενές 2-3 εκ. Τα απλώνουμε ξανά πάνω στα καθαρά σεντόνια μέχρι να ξεραθούν στον ίσκιο. Έπειτα, όπως και τον τραχανά, τις βάζουμε σε πάνινες σακούλες και τις κρεμούμε για να αερίζονται. Οι χυλοπίτες είναι ένα νοστιμότατο ζυμαρικό, πολλαπλώς καλλίτερο και θρεπτικό από τα μακαρόνια. Δεν είναι όμως καθόλου κολακευτικό, όταν τρώμε την «χυλόπιτα!»
Μπουγάδα: ‘Όταν λέμε μπουγάδα εννοούμε μια δύσκολη και επίπονη εργασία, που κράταγε σχεδόν δυο μέρες και η οποία στις μέρες μας με τα πλυντήρια έχει ξεχαστεί. Μπουγάδα έμπαινε κυρίως για τα λευκά είδη ρούχων. Όταν αρκετά λευκά συγκεντρώνονταν και αυτό γίνονταν μια φορά ή δύο τον μήνα, οι νοικοκυρές έβαζαν εμπρός για την μπουγάδα. Το πράσινο σαπούνι και το λουλάκι, ήταν αγορασμένα από τον μπακάλη. Το μπουγαδοκόφινο και το καζάνι με το βραστό νερό καθώς και η στάχτη από το τζάκι καθαρή και ψιλοκοσκινισμένη έπρεπε να είναι έτοιμα. Αφού όλα είχαν ετοιμαστεί άρχιζε το σαπούνισμα και το ξέβγαλμα των ρούχων 3 και 4 φορές. Ύστερα τα τοποθετούσαν με τάξη στο μπουγαδοκόφινο. Είχα ακούσει κάποτε ότι τα γυναικεία εσώρουχα έμπαιναν πρώτα στο μπουγαδοκόφινο, για να μην μπλέκονται με τα άλλα ασπρόρουχα (πιθανολογώ ότι τα τοποθετούσαν σαν προστατευτικό στρώμα για τα υπόλοιπα ασπρόπουχα), μετά έμπαιναν τα μακριά ανδρικά με τις βρακοζώνες και στη συνέχεια τα υπόλοιπα. Στο επάνω μέρος του μπουγαδοκόφινου έμπαινε το σταχτόπανο, που ήταν κρουστό για να μην περνάει η στάχτη. Η στάχτη θα έπρεπε να είναι αρκετή. Στη συνέχεια από το νερό που κόχλαζε στο καζάνι, με ένα κατσαρόλι με χερούλι έριχναν το βραστό νερό λίγο-λίγο πάνω από τη στάχτη. Το ίδιο συνεχίζονταν και την δεύτερη ημέρα. Την τρίτη ημέρα έβγαζαν τα ασπρόρουχα από την κοφίνα και τα ξανά σαπούνιζαν, για να τα ξεβγάλουν και μετά τα περνούσαν σε νερό που είχαν διαλύσει το λουλάκι, για να πάρουν ένα αστραφτερό, λίγο κυανό   χρώμα. Με το νερό της αλισίβας που κρατούσαν με κάποιο δοχείο κάτω από το μπουγαδοκόφινο, περνούσαν και τα υπόλοιπα ρούχα.
Έλεγαν ότι η αλισίβα γινόταν και με έναν άλλο απλούστερο τρόπο. Μέσα στο καζάνι με το νερό που κόχλαζε, έβαζαν το σταχτόπανο με τη στάχτη και το άφηναν να βράσει. Στη συνέχεια έβαζαν τα ασπρόρρουχα στην αλισίβα, τα σαπούνιζαν και τα ξέβγαζαν, όπως και παραπάνω έπλεναν και τα υπόλοιπα ρούχα. Μετά ακολουθούσε το άπλωμα, το στέγνωμα και στη συνέχεια το σιδέρωμα, (όχι με ηλεκτρικό, σίδερο. αλλά σίδερο με κάρβουνα).
Λανάρι: Λανάρισμα Πριν από το γνέσιμο του μαλλιού γίνεται το λανάρισμα. Για να μπορεί το μαλλί να μπει στη ρόκα πρέπει να περάσει πρώτα από το λανάρι. Το λανάρι το έφτιαχναν οι λαναράδες. Ήταν ένα πλαίσιο τετράγωνο, που είχε φάρδος 30-40 εκ. Στο επάνω μέρος ήταν στερεωμένα καρφάκια 10-12 εκ. Στο πίσω μέρος είχε ένα μεγάλο σανίδι, για να κάθεται η γυναίκα επάνω και όταν τραβούσε το μικρό επάνω λαναράκι να μην σέρνεται προς τα πίσω. Το επάνω λανάρι ήταν μικρότερο και είχε και αυτό καρφάκια ισομεγέθη, στερεωμένα καλά κι ένα χερούλι για να το κρατάει η γυναίκα που λανάριζε και να τραβάει το μαλλί προς το μέρος της, για να ξαθεί. Πρώτα το μαλλί έμπαινε στο μεγάλο λανάρι και με το χέρι το πατούσαν καλά πάνω στο λανάρι για να περάσει το μαλλί στα δόντια( καρφιά). Ύστερα εφάρμοζαν το μικρό λαναράκι με τα δόντια του αντικριστά με το κάτω λανάρι και τραβούσαν το μαλλί προς τα πίσω. Το μαλλί για να ξαθεί μπορεί να ήθελε να μπει μια δυο και τρεις φορές στο λανάρι. Μόλις ήταν έτοιμο το κάνανε μπάλες για τη ρόκα.
Ρόκα- Γνέσιμο: Οι ασχολίες της γυναίκας στην ύπαιθρο δεν είχαν τελειωμό. Αχώριστος σύντροφος της γυναίκας ήταν η ρόκα, το γνέσιμο και το πλέξιμο που ήταν το ξεγλέντημά της, ενώ ο αργαλειός ήταν σκλαβιά. Πήγαινε μαζί με τη «γνέστρα» στη γειτονιά και περνιόταν αυτή η ώρα σχόλης, κουτσομπολιού και ξεγνοιασιάς, γιατί ενώ η γλώσσα πήγαινε ροδάνι και έφερνε «συντήλα[4]» όλο το χωριό με τα συμβάντα, τα χέρια, το ίδιο σβέλτα με τη γλώσσα, δούλευαν για να παράγουν το νήμα, το τυλιγάδι ή τσικλί ή το πλεκτό.
«Εσύ που πας επάνω τη ρόκα γνέθοντα ,
περίμενε και μένα να πάμε παίζοντα»
Ακόμα και τα κορίτσια, οι βλαχοπούλες, τη ρόκα και το πλέξιμο είχαν για συντροφιά στο βόσκημα των προβάτων.
«Πάνω σε ψιλή ραχούλα κάθεται μια βλαχοπούλα,
και τη ρόκα της βαστάει, πρόβατα κι αρνιά φυλάει»
Πριν από το γνέσιμο έπρεπε να έχουν κουρευτεί τα πρόβατα. Ο κούρος γινόταν τον Απρίλη ή στις αρχές Μάη, ανάλογα με την περιοχή και το κρύο που επικρατούσε.
Όσοι δεν είχαν πρόβατα αγόραζαν το μαλλί. Το μαλλί πρώτα έπρεπε να πλυθεί καλά για να φύγει ο πίνος.[5]
Το μακρύ μαλλί το κρατούσαν για το στημόνι. Το μαλλί πριν μπει στη ρόκα, όπως είπαμε και παραπάνω, έπρεπε να περάσει από το λανάρι. Το λαναρισμένο μαλλί για να μπει στη ρόκα το κάνανε τουλούπες (τλούπες)
Η ρόκα ήταν ένα ξύλο ύψους ενός μέτρου περίπου σουβλερό στη κορυφή σε σχήμα Ψ, όπου τοποθετούσαν την τουλούπα- μπάλα. Και ένας απλός σταυρός ξύλου έκανε για ρόκα. Απαραίτητο συμπλήρωμα της ρόκας ήταν το αδράχτι με το σφόνδυλο (σφουντήλι). Το αδράχτι ήταν ένα ξύλο μήκους 60 εκ. στενότερο στις άκρες και χοντρότερο στο μέσον. Το σφονδύλι ήταν στρογγυλό και στένευε λίγο στο μέσον, είχε δε μια τρύπα στη μέση για να μπαίνει το αδράχτι, με σχετικό βάρος τοποθετημένο στη βάση. Πολλές φορές, όταν δεν είχαν σφονδύλια, πέρναγαν αντί αυτού ένα κρεμμύδι. Με τη ρόκα περασμένη στη μέση η νοικοκυρά γύρναγε τη ρούγα και με το ένα χέρι τραβούσε, το μαλλί, που ήταν περασμένο στη ρόκα προς τα κάτω και με το άλλο στριφογύριζε το αδράχτι στον αέρα για να τεντώνεται και να στρίβεται σε αυτό και έτσι τυλίγονταν το νήμα στο αδράχτι.
“Φθίνοντα Επαγγέλματα” Γ. Κουτσοκλένης
“Φθίνοντα Επαγγέλματα” Γ. Κουτσοκλένης

Όταν γέμιζε το αδράχτι έβγαζαν το νήμα από αυτό και το περνούσαν στο τυλιγάδι κι ύστερα για να μαζευτεί κουβάρι και να είναι έτοιμο το νήμα για πλέξιμο. Για να μαζευτεί σε κουβάρι, αν δεν υπήρχε ανέμη, εμείς τα παιδιά με τα χέρια μας σε προβολή και ανοικτά, περνούσαμε το νήμα και μέναμε σε αυτή τη θέση ώσπου το νήμα να τυλιχτεί σε κουβάρι από αυτόν που κάθονταν απέναντί μας.

Εάν θέλανε να το βάψουν χρησιμοποιούσαν τα φύλλα της καρυδιάς ή τα τσόφλια από τα καρύδια ή βελανίδια κ. ά.
Όμως, παρόλη αυτή τη μακρόσυρτη και επίπονη διαδικασία, ο αγώνας της γυναίκας δεν τελείωνε εδώ. Έρεπε να ντύσει τη φαμίλια της. Από εδώ αρχίζει το πλέξιμο ρούχων στο χέρι, ή ύφανση στον αργαλειό με την γοργόφτερη σαΐτα. Ύφαιναν τα υφάδια ανάλογα με το τι ήθελαν να παράγουν.
«Θ α τα γνέσω θα τα υφάνω θα τα κάνω φορεσιά,
θα τα βάλω να περάσω, να σου κάψω την καρδιά.»
Για τις ακαμάτρες γνέστρες υπάρχει το δημοτικό τραγούδι:
«Πέντε μήνες έξι αδράχτια πότε τα’ γνεσα   ιγώ;» Ή:
«Έγνεσα όλο το χρόνο, έν’ αδράχτι όλο κι όλο»
«Πέντε μήνους εξ αδράχτια, πότε τα’γνεσα η πλατώνα μ’
χρειάζεται φωτογραφία αργαλειού ρόκας, αδράχτι και σφονδύλου
Γουρνοχαρά: Ο μήνας Δεκέμβρης και κυρίως μετά τις 20 άρχιζε η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού, η «γουρνοχαρά». Παραμονή των Χριστουγέννων το χωριό ξεσηκωνόταν από το ρέκασμα των γουρουνιών κατά την ώρα της σφαγής. Συνήθως μαζεύονταν δύο και τρεις άνθρωποι μαζί για να μπορέσουν να καταφέρουν να τα σφάξουν, γιατί μερικά από αυτά ζύγιζαν πολλές οκάδες. Ανάλογα με τα μέσα που είχε ο καθένας να το θρέψει, έβγαζε και τις οκάδες του.
Το γουρούνι τρεφόταν οικόσιτα για ένα χρόνο και ήταν το είδος του ζώου που έτρωγε τα πάντα, αποφάγια, πλύματα, τυρόγαλο, καρπουζόφλουδες, και πεπονόφλουδες, ψίνα με πίτουρα κ.λ.π.
Ήθελε πάντα να κυλιέται μέσα στα λασπόνερα και να έχει χώμα να σκάβει με την μύτη του, γι’ αυτό και το μέρος όπου ήταν δεμένο το κατάβρεχαν. Για να μην μπορούν να σκάβουν πολύ στο χώμα, του πέρναγαν ένα χαλκά (κρίκο) στη μύτη .
Μετά την διαδικασία της σφαγής και της εκδοράς (γδάρσιμο)το λόγο είχαν οι γυναίκες για να ετοιμάσουν τα σχετικά.
Να φτιάξουν τα λουκάνικα, τα μπομπάρια, να λιώνουν τη γλίνα και να την αποθηκεύουν σε τενεκέδες για καθημερινή χρήση, που έφτανε σχεδόν για όλο το χρόνο.
Έβραζαν το ψαχνό κρέας και πάστωναν όσο περισσότερο μπορούσαν για να έχουν όλη τη χρονιά.
Το κεφάλι το έβραζαν και το έφτιαχναν πηχτή, (ζελέ) με σκόρδο και ξύδι.
Το παϊδάκι γινόταν κοντοσούβλι, που ψήνονταν στα κάρβουνα, αλατισμένο με χοντρό αλάτι.
Λουκάνικα, τότε πράγματι, φτιάχνανε πολλά «δένανε τα σκυλιά με τα λουκάνικα», ήταν ο καλλίτερος μεζές.
Με προσοχή έβγαζαν τα έντερα, να μην τα κόψουν τα έπλεναν και αφού έκοβαν το κρέας στην κρεατοσανίδα (ξύλο κυρίως από πλάτανο) με τον μπαλτά ή στην κρεατομηχανή σε κιμά. Ζύμωναν τον κιμά με πράσο, πορτοκάλι, αλάτι πιπέρι και άλλα καρυκεύματα ανάλογα με τη συνταγή.
Για το γέμισμά τους τοποθετούσαν ένα μικρό χωνί στο στόμιο του εντέρου και με το χέρι προωθούσαν τον κιμά μέχρι να γεμίσει το έντερο. Όταν όλα ήταν έτοιμα, τα κρέμαγαν στα πάτερα του σπιτιού για να στεγνώσουν. Ήταν λουκάνικα αέρος.
Μπομπάρι: Το παχύ έντερο το γέμιζαν με βρασμένο σιτάρι αναμεμιγμένο με συκώτι και διάφορα καρυκεύματα και ήταν και αυτό μέσα στις λιχουδιές, που προσέφεραν στον άνθρωπο τα παρασκευάσματα από το χοιρινό κρέας.
Η γλίνα: Ο χοίρος το περισσότερο λίπος το έχει υποδόρια. Μετά την αφαίρεση του δέρματος γινόταν και η αφαίρεση του λίπους με ένα κοφτερό μαχαίρι. (αντρική εργασία). Το δέρμα του χοίρου το έφτιαχναν τσαρούχια, τα ονομαζόμενα «γουρνοτσάρουχα».
Την επεξεργασία του λίπους συνήθως την αναλάμβαναν οι γυναίκες. Άναβαν δυνατή φωτιά, τοποθετούσαν το λίπος μέσα στο καζάνι και όταν αυτό έλιωνε το έβαζαν σε τενεκέδες για χρήση σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα όλο το χρόνο, αφού το λάδι στο χωριό ήταν είδος πολυτελείας και όταν έμπαινε στο φαγητό, έμπαινε με το «αδράχτι»[6] όπως έλεγαν.
Στο σημείο αυτό θα αναφερθώ μόνο σε κάποιες παραδόσεις, που τείνουν να εξαφανισθούν.
Η γυναίκα εκείνης της εποχής ήταν ο θεματοφύλακας των παραδόσεων και των ηθικών αξιών, που μεταλαμπάδευε στα παιδιά της σαν συνεχή και αέναη αλληλουχία από τη μάνα στην κόρη και από τη γιαγιά στην εγγονή. Πρώτη και καλλίτερη να σύρει το χορό στα πανηγύρια στην πλατεία του χωριού, στις χαρές και στους γάμους των παιδιών της και ας την πόναγαν τα νώμια και τα πόδια της, από την αέναη ενασχόλησή της στις δουλειές, για να τα προλάβει όλα από το πρώτο φως της ημέρας
  Αρραβώνες και προετοιμασία του   γάμου
Αν ανατρέξει κανείς στο πρόσφατο παρελθόν θα διαπιστώσει πως  ο γάμος δεν ήταν υπόθεση των δυο νέων, αλλά των δύο οικογενειών, διότι γίνονταν ύστερα από προξενιό.
Ο γαμπρός σπάνια πήγαινε στον πατέρα της νύφης να ζητήσει το χέρι της καλής του, αν τύχαινε να υπάρχει κάποιος κρυφός έρωτας.
Συνήθως στελνόταν προξενητής ή προξενήτρα. Αυτοί ήταν εκείνοι που έφερναν σε επαφή τις δυο οικογένειες και αν υπήρχε ταύτιση απόψεων, οι γονείς των νέων συζητήσουν τα σχετικά που αφορούσαν την προίκα, τα προικιά και το πανωπροίκι. Και αν έμεναν σύμφωνοι, όριζαν τους αρραβώνες. Πανωπροίκι ζήταγε η πλευρά του γαμπρού αν η νύφη τύχαινε να έχει κανένα κουσούρι ή υπήρχε προίκα και ο πατέρας της νύφης την κράταγε για τον εαυτό του ή είχε και άλλα παιδιά (επί πλέον προίκα).
Οι αρραβώνες γίνονταν στο σπίτι της νύφης. Αυτή περίμενε τους συμπεθέρους στην πόρτα του σπιτιού της και αναλάμβανε να τους τρατάρει το γλυκό, το οποίο συνήθως ήταν γλυκό του κουταλιού.
Από την πλευρά του γαμπρού ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν και ο νονός του γαμπρού, για να αλλάξει τα δακτυλίδια, γιατί αυτός θα τους στεφάνωνε υποχρεωτικά.
Σχεδόν πάντα προσκαλούσαν και τον παπά του χωριού.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο με μεταξωτό μαντήλι και τα δακτυλίδια ήταν σε ένα πιάτο με τα κουφέτα.
Ο νουνός άλλαζε τα δακτυλίδια στα δάκτυλα των νέων, επαναλαμβάνοντας την αλλαγή τρεις φορές, έτσι ώστε το δακτυλίδι της μέλλουσας νύφης να μείνει στο χέρι του μέλλοντος γαμπρού.
Μετά το τέλος της παραπάνω διαδικασίας και αφού είχε ορισθεί και η ημερομηνία του γάμου, οι συγγενείς του γαμπρού πρόσφεραν δώρα στη νύφη, ανάλογα πάντα με την οικονομική κατάσταση, συνήθως χρυσαφικά: σταυρούς, βραχιόλια, δακτυλίδια, περιδέρια κ. ά.
Ακολουθούσε η σειρά της νύφης να μοιράσει τα δώρα στους συγγενείς του γαμπρού και του νονού. Η βραδιά τελείωνε με φαγοπότι, τραγούδια και χορό.
Όπως είπαμε παραπάνω κατά τον αρραβώνα συνήθως, ίσως και αργότερα προσδιοριζόταν η ημερομηνία του γάμου.
Τα προικιά, τα κορίτσια άρχιζαν να τα ετοίμαζαν συνήθως από την ημέρα της γέννησής τους και μέχρι την ημέρα του γάμου, όλο και κάτι θα προσέθεταν.
Σε 15 με 20 ημέρες πριν από το γάμο τα συμπεθέρια έπρεπε να καλέσουν τους γνωστούς και φίλους, που ήθελαν να παραστούν στους γάμους των παιδιών τους. Τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά προσκλητήρια γάμου. Η πρόσκληση γινόταν δια ζώσης, αλλά κυρίως με την «τσίτσα»
Η τσίτσα ήταν ένα είδος ξύλινου ή δερμάτινου παγουριού που χρησίμευε για αποθήκευση υγρών στους στρατοκόπους.   Γέμιζαν την τσίτσα με κρασί και πέρναγαν από τα σπίτια των συγγενών και φίλων με την τσίτσα γεμάτη ποτό. Όποιος δεχόταν την πρόσκληση, προς επιβεβαίωση, έπρεπε να πιει από την τσίτσα μια δυο γουλιές κρασί. «Φέρτε μια τσίτσα με κρασί και αφήστε με να κλάψω….» λέει κάποιο λαϊκό τραγούδι
Την εβδομάδα πριν από το γάμο και στα δύο σπίτια υπήρχε μεγάλη κίνηση και ιδίως νέων. Πολλά ανύπαντρα κορίτσια μπαινόβγαιναν στο σπίτι είτε για το στόλισμα της νύφης είτε για το δίπλωμα των προικιών σε γιούκο, είτε για να νυφοδιαλεχτούν και οι ίδιες, αφού όλο και κάποιοι νεαροί θα ήταν εκεί.
Μέσα στη βδομάδα γίνονταν και τα   αναπιάσματα των προζυμιών• πότε τη μια μέρα στης νύφης και πότε στο σπίτι του γαμπρού.
Την Παρασκευή τρεις ή τέσσερες νέοι από την πλευρά του γαμπρού(οι σκαριάτες) καβάλα στα άλογα πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να παραλάβουν τα προικιά**. Εκεί η νύφη τους χάριζε μαντήλια, τα οπαία έδεναν στο λαιμό (τα «μαντλώματα»).
Στο σπίτι του γαμπρού με τα (αναπιάσματα) των προζυμιών για το ψωμί, έφτιαχναν και την προβέντα (εφτάζυμη ολοκέντητη κουλούρα), την οποία η πεθερά θα την έδινε στη νύφη κατά την είσοδό της στο σπίτι. Αυτή η νύφη είτε καβάλα στο άλογο είτε θα ανέβαινε στο μπαλκόνι, έπρεπε να την βάλει στο κεφάλι της και με τα χέρια της να την σπάσει σε κομμάτια, τα οποία έπρεπε να πετάει στον κόσμο και στα τέσσερα σημεία, ο οποίος στο μεταξύ μετά την εκκλησία είχε συγκεντρωθεί στην αυλή του σπιτιού.
Στο κοσκίνισμα και στο ζύμωμα των ψωμιών ή κοπέλα κατά προτίμηση έπρεπε να είναι ανύπαντρη.
Το «ξύρισμα του γαμπρού» έπαιρνε χρόνο. Αυτός όσο κρατούσε το ξύρισμα, κρατούσε στα χέρι του ένα πιάτο, στο οποίο οι φίλοι και οι συγγενείς έριχναν διάφορα νομίσματα. Από την άλλη, ο κουρέας ή κάποιος φίλος που είχε αναλάβει να τον ξυρίσει, όλο και αργούσε να τελειώσει, γιατί προφασιζόταν, ότι το ξυράφι δεν κόβει και για να το τροχίσει έπρεπε να πέφτουν τα φιλοδωρήματα.
Με όλες αυτές τις δουλειές της εβδομάδας, τα βράδια συνήθως, όλο και κάποιο γλέντι θα προέκυπτε είτε με όργανα είτε χωρίς όργανα, ανάλογα με τα «έχητα», όπως έλεγαν.
Συνήθως την νύφη ο γαμπρός πήγαινε και την έπαιρνε από το σπίτι της, για να πάνε στην εκκλησία, είτε με όργανα, είτε τραγουδώντας. Ο πεθερός, για να δώσει τη νύφη στο γαμπρό , έπρεπε να του φιλήσει ο γαμπρός το χέρι.
Μετά την τέλεση του μυστηρίου πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί η πεθερά τής έδινε την προβέντα-κουλούρα, όπως είπαμε και παραπάνω, και κέρναγε τα νεόνυμφα και τον κουμπάρο, με γλυκό του κουταλιού ή μέλι και καρύδια, για είναι γλυκιά και η ζωή τους από εδώ και πέρα.
Το γλέντι που ακολουθούσε γινόταν ανάλογα ή με οργανοπαίχτες της περιοχής ή με το γραμμόφωνο. Πάντα όμως υπήρχαν και τραγούδια με το στόμα.
Την ώρα του φαγητού τραγούδαγαν συνήθως τα τραγούδια της τάβλας.
Το γλέντι κράταγε μέχρι το πρωί της άλλης μέρας ή και τη δεύτερη μέρα.
Οι λεπτομέρειες από τα έθιμα του γάμου δεν είναι δυνατόν να καταγραφούν όλες, γιατί διέφεραν από τόπο σε τόπο, αλλά και από σπίτι σε σπίτι. Άλλωστε και στους περισσότερους γάμους που γίνονται και σήμερα μικρές είναι οι παραλλαγές, γιατί το marketing εμπορευματοποίησε το μυστήριο . Σήμερα π. χ η πεθερά δεν έχει λόγο να εκθέσει σε δημόσια θέα την παρθενιά της νύφης, κρεμώντας το μεσοφόρι της στο μπαλκόνι, όπως συνηθιζόταν τότε!
**Τα παλιότερα χρόνια τα προικιά, ρουχισμός, μαγειρικά σκεύη, χρυσαφικά, και ακίνητα παραδίνονταν στο γαμπρό με συμβολαιογραφική πράξη, η οποία συντάσσονταν πριν από το γάμο.
Προικοσύμφωνο Συμβόλαιο αριθ. 2400/26/10/1846 Ζαρκαδούλας  Αποστ και Κάτζαρης Κώστας, Συμβολαιογράφος. Ριζόπουλος
Εν Λαμία την εικοστήν πέμπτην Οκτωβρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τεσσαρακοστού έκτου έτους, ημέραν Σάββατο, ώραν Τετάρτην μ.μ. ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου Λαμίας, κατοίκου της αυτής πόλεως Γεωργίου Ριζόπουλου και των μαρτύρων κυρίων{…. ] πολιτών ελλήνων, γνωστοί μοι ασχέτων συγγενείας με εμέ και των συμβαλλομένων, και μη εξαιρουμένων από τον νόμο, εις το εν τη οικία του Ευθυμίου Οικονομίδου πλησίον της πλατείας συμβολαιογραφείο μου, εμφανισθέντες, ο Απόστολος Ζαρκαδούλας γεωργός, αφ’ ενός και ο Κώστας Κάτζαρης στρατιώτης αφ’ ετέρου, αμφότεροι κάτοικοι Γιαννιτζούς, γνωστοί μοι και μετ’ εμού συγγενείας άσχετοι ομολόγησαν ως ακολούθως, ο μεν Απόστολής Ζαρκαδούλας ότι παραδέχεται την εις Γάμον (     ) της θυγατρός αυτού Γιαννούλας μετά του Κώστα Κάτζαρη υποσχόμενος ως προς και   την συγκατάθεσιν της θυγατρός του, και δίδει ως προίκα αυτής και του Κώστα Κάτζαρην τα εφεξής είδη, ήτοι δυο δακτυλίδια διαμαντένια, εκτιμούμενα δραχμάς εκατόν, έν ζευγάρι θηλύκια, ασημένια εκτιμούμενα δραχμάς διακόσιας, και διάφορα ενδύματα, σκεπάσματα και σκεύη οικιακά εκτιμούμενα δραχμάς πεντακοσίας το ολον δραχμάς οκτακοσίας ήτοι 800 και υποχρεούται τα ανωτέρω είδη να τα παραδώση προς τον γαμβρόν του Κώσταν Κατζαρην κατά την εβδομάδα της προετοιμασίας του γάμου τελεσθησομένου άμα χορηγηθή η ως προς τούτο άδεια του αρμοδίου υπουργείου προς τον Κώσταν Κάτζαρην , ο δε Κώστας Κάτζαρης ότι παραδέχεται τους όρους του παρόντος συμβολαίου όθεν συνετάχθη το παρόν προικοσύμφωνο κατά την αίτησιν των, το οποίο αναγνωσθέν, ευκρινώς και μεγαλοφώνως ευήκοων απάντων, υπεγράφη παρ’ αυτών και εμού πλήν του Αποστόλη Ζαρκαδούλα  ομολογήσαντος άγνοιαν γραμμάτων.
Ήθη και Έθιμα
Την Τετάρτη ή Τετράδη, όπως την έλεγαν και την Παρασκευή ό, τι και αν συνέβαινε υπήρχε νηστεία, αποχή από γαλακτοκομικά, κρέατα και αυγά.
Το Σαββατόβραδο είχε γενική σωματική καθαριότητα, γιατί την επομένη, Κυριακή, έπρεπε να πάνε όλοι στην εκκλησία και να είναι καθαροί και στο σώμα και στα ρούχα. Αν καμιά φορά παραπονούμασταν, ότι τα ρούχα μας είχαν πολλά μπαλώματα, η μάνα μας έλεγε: «αυτό δεν πειράζει, φτάνει να είναι καθαρά, ο Θεός σε θέλει καθαρό».
Το βράδυ της παραμονής της Τυρινής ή των Απόκρεω, μαζευόμασταν όλη η οικογένεια για φαγητό για να αποκρέψουμε. Βάζαμε στη χόβολη της φωτιάς από ένα αυγό και το νοματίζαμε σε ποιον ανήκε και όταν ίδρωνε το αυγό, τότε αυτός έλεγαν ότι ήταν δυνατός. Η νηστεία από την απόκρεω κράταγε με ευλάβεια 40 ημέρες.
Επίσης στις αποκριές, οι άνδρες του χωριού μασκαρεύονταν και γυρνούσαν τις γειτονιές του χωριού φορώντας προβιές ζώων, φορτωμένοι με κυπριά και κουδούνια και με φωνές και διάφορα πειράγματα έδιναν έναν ξεχωριστό τόνο στον ερχομό της μεγάλης νηστείας που θα ακολουθούσε.
Τη Μεγάλη Παρασκευή υπήρχε νηστεία. Ήταν και είναι νομίζω, το αποκορύφωμα. τίποτα δεν έμπαινε στο στόμα, εκτός από νερό και ξύδι, άντε και λίγο ψωμί τριμμένο μέσα στο ξυδόνερο. «γιατί ξύδι, πότισαν και τον Χριστό εκείνη την ημέρα οι Οβριοί».
                     Μήνας   Μάρτης
Με τον ερχομό του μήνα Μάρτη, ακόμη και σήμερα πολλές μητέρες φορούν στο αριστερό χέρι των παιδιών ένα βραχιολάκι (μάρτη), πολύχρωμο ή από άσπρη και κόκκινη κλωστή για να τα κάψει ο ήλιος, δηλ. ένα είδος αντηλιακού με δείκτη προστασίας, όπως το λέμε σήμερα.
Το ποδαρικό της πρωτοχρονιάς και οι ευχές
Στο χωριό, του πουδαρκό τ’ς προυτουχρονιάς του ‘κανε ο ίδιος ου νοικοκύρ’ς , αλλά κυρίως ο προυτότοκος γιος, ή ένα τυχερό και καλό παιδί. ή ένα εγγόνι. Το παιδί πήγαινε στο σπίτ’ς  για τις καθιερωμένες ευχές, κάθονταν δίπλα στο αναμμένο τζάκι και με ένα ξυθάλι σκάλιζε τη θράκα της φωτιάς, που στο μεταξύ πέταγε πολλές σπίθες και έλεγε:
“Σπούρνη αυγά, σπούρνη κατσίκια, σπούρνη αρνιά και να’ναι θηλυκά, σπούρνη αρσενικά παιδιά, σπούρνη γεννήματα και στάρια μι γιμάτα τα αμπάρια, νύφις, γαμπροί, σπούρνη φουράδες μι τα μπλάρια, σπούρνη βαένια μι καρασί, σπούρνη κλουσσάρια μι τα πλιά”…. Το έθιμο είναι παμπάλαιο με διάφορες μορφές και παραλλάγές στα διάφορα μέρη της πατρίδας μας. Το εξέταζαν δεισιδαιμονικά ποιος θα πρωτομπεί στο σπίτι την Πρωτοχρονιά. Αν αυτός που έμπαινε ήταν γουρλής θα έφερνε γούρι στην οικογένεια και η χρονιά θα πήγαινε καλά, δεν έπρεπε αυτός να ‘ταν κακορίζικος.
 Καλικάντζαροι
Η δεισιδαιμονία αυτή ήταν βαθιά ριζωμένοι στις ψυχές των ανθρώπων από την αρχαιότητα. Πίστευαν πως οι καλικάντζαροι, ήταν άκακα όντα, μαυριδεροί, τριχωτοί, με ουρά, μεγάλα αυτιά και μακριά χέρια. Ζούσαν στα έγκατα της γης και προσπαθούσαν να σκάψουν τα θεμέλια της γης, αλλά τελικά δεν τα κατάφερναν. Έμπαιναν στα σπίτια από την καπνοδόχο, από τις χαραμάδες και τα βράδια ανακάτευαν όλο το σπίτι. Εξαφανίζονται με τον Αγιασμό των υδάτων την ημέρα με τα Άγια Θεοφάνια.
Την παραμονή των Θεοφανείων, στο χωριό ο παπάς με την αγιαστούρα του, γύριζε τα σπίτια του χωριού και τα ράντιζε- τα αγίαζε με άγιασμα για να φύγουν οι καλικάντζαροι, όπως έλεγαν. Οι νοικοκυρές φίλευαν τον παπά με χρήματα, κρέας, λουκάνικα, γεννήματα ή ότι είχε το σπίτι σε επάρκεια

[ι1] (στενόμακρη ξύλινη θήκη χωρισμένη σε 4-6 θήκες

[2] πίτα με αλεύρι καλαμποκιού και χόρτα, με η χωρίς τυρί,
[3] κατά την αφαίρεση του χοιρινού λίπους από το κρέας, πολλές φορές κόβονταν και λίγο κρέας, το οποίο με τη φωτιά για να μετατραπεί το λίπος σε γλίνα, αυτό δεν έλιωνε και ξεροτηγανίζονταν. Αυτά τα υπολείμματα τα ονομάζαμε «τσιγαρίθρες» και αυτές τις βάζαμε στην ομελέτα ή στον πρωινό μας τραχανά.
[4]έφερνε γύρα τις γειτονιές
[5] Λίπος που εκκρίνεται από το σώμα του προβάτου για την προστασία του μαλλιού.

[6]  *Τοποθετούσαν το αδράχτι στο στόμιο του μπουκαλιού με το λάδι, και έτσι μπορούσαν να ελέγξουν τη ροή του ή αυτό έπεφτε σχεδόν με ελεγχόμενη ροή