Παιδικα παιχνιδια στο χωριο και τα καλαντα

    Παιδικά παιχνίδια του χωριού και τα Κάλαντα

Η ζωή και η ψυχή του παιδιού είναι το ανεξάντλητο παιχνίδι .

Χωρίς το παιχνίδι το παιδί και μάλιστα το σκληρό και επικίνδυνο παιχνίδι  δεν θα μπορούσε να αποκτήσει δεξιότητες και θάρρος για τη σκληρή ζωή που θα συναντήσει στην πορεία του. Μα,  θα μου πει  κάποιος της σημερινής γενιάς – που βρίσκατε εσείς τα  παιδιά τον χρόνο να ασχοληθείτε με το παιχνίδι, αφού πολλές ήταν οι δουλειές που κατά βάση την εποχή εκείνη γίνονταν από τα παιδιά και μάλιστα από τις πολύ μικρές , μικρές ηλικίες.

Όλα γίνονταν μέσα στον ατέλειωτο χρόνο της ημέρας.  Μικροί μεγάλοι δούλευαν χωρίς άγχος και ο χρόνος περίσσευε αφού η ημέρα δουλειάς  λογίζονταν από το χάραμα ως  τη Δύση και η μεσημβρινή διακοπή ήταν σύντομη. Εμείς τα παιδιά όλο και ξεκλέβαμε χρόνο πότε με την άδεια των γονιών μας, αλλά και πότε με ανυπακοή στήναμε ανεξάντλητο παιχνίδι.

Θα προσπαθήσω να  περιγράψω όσα περισσότερα παιχνίδια μπορέσω  να θυμηθώ  από αυτά  που είχαμε στη διάθεσή μας να παίζουμε την εποχή εκείνη και κάποια από αυτά, σήμερα δεν τα γνωρίζουν ότι υπήρχαν, αλλά και από εμάς τους μεγάλους  πολλά από αυτά  έχουν ξεχαστεί.

Χειροποίητα παιχνίδια

Το Καλάμι. Ένα μακρύ ξύλο ή καλάμι το οποίο καβαλικεύαμε σαν σε άλογο και κρατώντας στο αριστερό χέρι μια βίτσα μαστιγώναμε το πίσω μέρος του καλαμιού για να τρέχει το «άλογο» όλο και πιο πολύ, ενώ στην ουσία εμείς τρέχαμε. « Καβάλησε το καλάμι έλεγαν  για κάποιον που έκανε ή έλεγε παλαβομάρες».

Η κύλα: Παλιά στεφάνια από κρασοβάρελα ξύλινα ή μεταλλικά, λάστιχα ποδηλάτου. Ό,τι ήταν στρόγγυλο και μπορούσε να κυλήσει στους κακοτράχαλους δρόμους. Με ένα γερό ξύλο κτυπούσαμε το στεφάνι όσο πιο δυνατά μπορούσαμε για να κρατάει ισορροπία και τρέχαμε ασταμάτητα ποιος θα κρατήσει περισσότερο το στεφάνι σε κίνηση.

Οι βροντάρες ή  βροντάγες: Η φρουσκλιά (φροξυλιά) την άνοιξη το εσωτερικό του κορμού της  είναι γεμάτη με σπογγώδη ουσία, η ψίχα, όπως την λέγαμε. Αφαιρούσαμε την ψίχα από το ξύλο και αυτό γινόταν ένα είδος με μικρή οπή σωλήνας. Στη συνέχεια προσαρμόζαμε ένα έμβολο το οποίο  το φτιάχναμε από φιλικίσιο ξύλο. Το ξύλο αυτό είναι κρουστό  και όταν το κτυπάγαμε από μπροστά με μια πέτρα δημιουργείτο μια  κρουστή  φούντα, ώστε νε  έχει τέλεια εφαρμογή στο σωλήνα. Τοποθετούσαμε εφαρμοστά  τα κεδρόμηλα στην μπροστινή οπή του σωλήνα, σαλιώναμε τον σωλήνα τρομπάραμε μέχρι να γεμίσει το κενό του σωλήνα αέρα και πιέζαμε το έμβολο με δύναμη. Το κεδρόμηλο με την πίεση του εμβόλου εκσφενδονίζονταν  με δύναμη κάνοντας δυνατό κρότο, καψουλιού. Σε κοντινή απόσταση αν σε χτύπαγε προξενούσε πόνο.

Σουσουλήθρες, πιπίνια Την άνοιξη μόλις της  κουτσουπιάς (κουτσπιά) τα υγρά του ξύλου της άρχιζαν να κυκλοφορούν και πριν καλά αρχίσουν να βγάζουν φύλλα, κόβαμε το ίσιο ξύλο και το χαράζαμε όπως είναι η σημερινή σφυρίχτρα. Πρώτα λαξεύαμε το ξύλο της από τη μια μεριά, ύστερα ακριβώς από την άλλη μεριά του λαξεύματος χαράζαμε τη φλούδα μια μικρή οπή.  Με κατάλληλη προεργασία  και ελαφρά χτυπήματα στο κομμάτι του φλοιού καταφέρναμε και αποχωρίζαμε το φλοιό ανέπαφο από το ξύλο. Εκεί ακριβώς που είχαμε ανοίξει την μικρή οπή στο ξύλο την βαθαίναμε λίγο για να σκάει εκεί ο αέρας, αφού πρώτα πάνω από το λαξεμένο γυμνό πλέον ξύλο  ισιάζαμε το ξύλο. Όταν η  επεξεργασία του ξύλου είχε πάρει τη μορφή της σφυρίχτρας επανατοποθετούσαμε το φλοιό στη θέση από όπου τον βγάλαμε η  και «σουσουλήθρα»  ήταν έτοιμη και με το πρώτο φύσημα  έβγαζε ήχο.Ο ανταγωνισμός ήταν ποιος θα πετύχει τον καλύτερο ήχο.

Φλογέρες: Οι   πιο ειδικοί για τις φλογέρες ήταν οι τσελιγκάδες , με τις οποίες  έδιναν ένα ξεχωριστό τόνο στα βουνά και τους λόγγους, εκφράζοντας τους καημούς και τους πόθους για κάποια όμορφη τσελιγκοπούλα   Την εσωτερική οπή την διάνοιγαν με ένα καμένο σίδηρο και μετά άνοιγαν σε μελετημένα   διαστήματα τις τρύπες που θα έδιδαν τον ήχο με το κατάλληλο φύσημα. Ίσως να υπάρχουν ακόμη στο χωριό και σήμερα ειδικοί που  θα μπορούν να μιλήσουν καλλίτερα από μένα για την τέχνη κατασκευής της φλογέρας.

Το τσιλίκι και το τσιλικόνι  Το τσισιλίκι παίζονταν με δύο. Το τσιλίκι και το τσιλικόνι ήταν από γερές βέργες για να αντέχουν, κατά προτίμηση από κρανιά.

Η μεγάλη βέργα, το τσιλίκι είχε μάκρος περίπου 50-60 εκατοστά και το τσιλικόνι μικρό γύρω στα 10-15 εκατοστά, αυτό στις δυο άκρες ήταν λαξεμένο (κασάρα). Έτσι ώστε όταν το τσιλικόνι βρισκόταν στο έδαφος και  χτυπάγαμε με δύναμη με το τσιλίκι, σηκώνονταν στον αέρα και με ένα  δεύτερο χτύπημα στον αέρα προς το μέρος του  συμπαίκτη μας αρκετά μέτρα μακρυά.  Εκείνος προσπαθούσε να το πιάσει. Όταν το έπιανε το έριχνε προς το σημείο που ήταν η μάνα, ο παίκτης που είχε τη μάνα έκανε διάφορες κινήσεις με το τσιλίκι για να μην παραβιασθεί η θέση της μάνας και την πλησιάσει  σε απόσταση μικρότερη από το μάκρος του ενός τσιλικιού. Οπότε αν η απόσταση ήταν μικρότερη οι παίκτες άλλαζαν ρόλους.

Εάν κατά τη ρίψη πετύχαινες να αποκρούσεις το  τσιλικόνι να πλησιάσει τη μάνα σου τότε μετρούσες την απόσταση που το είχες αποθήσει πόσα τσιλίκια το πήγες μακρυά, και είχες δικαίωμα να κτυπήσεις το τσιλικόνι  τρεις ακόμη πετυχημένες προσπάθειες,  το κέρδος ήταν ότι μετρούσαν πάντα τα τσιλίκια που χωρούσαν στις αποστάσεις που έφτανε το τσιλίκι από τα κτυπήματα. Όπως είπαμε το τσιλικόνι  είχε στις δυο λαξεμένες  άκρες (κασάρα), αυτό το είδος της κατασκευής του ξύλου σου έδινε την δυνατότητα να το κτυπήσεις στην άκρη και αυτό σηκώνονταν στον αέρα και ταυτόχρονα  έπρεπε να το πετύχεις στέλνοντας το όσο γίνονταν πιο μακριά, μετρούσες ξανά την απόσταση όπως και πριν.Έχανες επίσης το παιχνίδι αν αποτύγχανες να σηκώσεις το τσιλικόνι ύστερα από τρία αποτυχημένα χτυπήματα, στην αποτυχία   τη θέση σου  έπαιρνε ο αντίπαλος.

Σφεντόνες (λάστιχο): Δυο λάστιχα δεμένα στις άκρες τους σε μια διχάλα από ξύλο και στις άλλες άκρες ήταν δεμένο ένα κομμάτι από μαλακό δέρμα έως 7 εκατοστά μάκρος και πλάτος 3 εκατοστά όπου έμπαινε η πέτρα κατά προτίμηση στρόγγυλη. Η πέτρα τοποθετούνταν στο δέρμα την κρατούσες γερά με το αριστερό μέσα στο δέρμα και με το δεξί που κράταγες τη διχάλα με το ξύλο, τέντωνες με δύναμη το λάστιχο και σημάδευες το στόχο που ήταν σχεδόν πάσης φύσεως πουλιά, αλλά και πολλές φορές τζάμια. Μερικά παιδιά ήταν δεινοί σκοπευτές , Πολλές επίσης ήταν οι φορές που οργανώναμε ομαδικούς σκοπευτικούς αγώνες  αντικειμένων μεταξύ μας τα παιδιά.

Τα Κιόσια

Α     παίχτης                                                                    Β παίχτης

12      12
11      11
10      10
9        9
8        8
7        7
6        6
5        5
4        4
3        3
2        2
1        1

Τα κιόσια: Είναι ένα από τα συναρπαστικά παιχνίδια που παίζαμε παιδιά, τολμώ να πω, συναρπαστικότερο και από το τάβλι. Τα κιόσια παίζονται με δύο παίκτες. Ο κάθε παίκτης έχει διάθεσή του 24 τετραγωνάκια όπως το σχήμα 1. Παίκτες Α & Β. Εμείς  τα τετραγωνάκια τα σχεδιάζαμε στο πάτωμα ή σε λείες  πέτρες με κιμωλία. Οι αριθμοί από 1-12 συμβολίζουν τα 12 πούλια του κάθε παίκτη που ήταν στημένα  με την σειρά, με διαφορετικό χρώμα.   Για να τα ξεχωρίζουμε καλλίτερα, ο ένας είχε ρεβίθια και ο άλλος φασόλια.  Στη θέση που είναι το νούμερο 1 πούλι, είναι η έξοδος για τον κάθε παίκτη  αλλά και η είσοδος για τον αντίπαλο, εάν κατάφερνε να φθάσει  έως εκεί. Τα πούλια των αντιπάλων κινούνται στα κενά τετραγωνάκια με αντίθετη φορά διασταυρούμενα.  Σκοπός του κάθε παίκτη ήταν αν μπορέσει  να φθάσει στην είσοδό του αντιπάλου και να μπει μέσα. Γιατί πολλές φορές τα πούλια στο δρόμο προς την είσοδο υπήρχε περίπτωση να εξουδετερωθούναπό αυτά του αντιπάλου.

Πέραν από το παραπάνω σχήμα για να παιχθεί το παιχνίδι χρειάζονται και τα Κιόσια: Δυο ξύλα  πάχος 3 εκ στρόγγυλα και μήκος 8-10 εκ. σχίζονταν στη μέση ακριβώς και γίνονταν 4 κομμάτια. Αυτά τα 4  ισομεγέθη και ιδίου πάχους ξυλαράκια τα ονομάζαμε κιόσια. Κρατώντας ανά 2  σε κάθε χέρι τα χτυπούσαμε   μεταξύ τους, αφήνοντάς τα ταυτόχρονα να πέσουν στο έδαφος με δύναμη  και ανάλογα με τη μορφή που θα έπαιρναν μετρούσαμε τους πόντους. Με   βάση τους πόντους που έφερνε ο κάθε παίκτης, έβγαζε το 1 (ένα) πούλι από την έξοδο και το κινούσε στα κενά τετραγωνάκια του, από το 1έως το 12 και από το 12έως  το 1 του αντιπάλου με σκοπό να μπει στην είσοδο που όπως είπαμε είναι  η έξοδος του άλλου παίκτη.   Προϋπόθεση για να ξεκινήσει ο κάθε παίκτης να παίζει και να εξέλθει από τη έξοδό του, πρέπει να φέρει κιόσι. Δηλαδή ένα από τα ξυλαράκια που έπεφταν κάτω το ένα να είναι ανάσκελα, δηλαδή από την πλευρά της σχισμής και τα υπόλοιπα μπρούμυτα.

Άρα κιόσι μέτραγε όταν τα ξυλαράκια μετά το χτύπημα μεταξύ τους και έπεφταν στο έδαφος να έχουν  τη μορφή τρία μπρούμυτα και  ένα ανάσκελα. Αυτό μας προσδιόριζε ότι έχουμε κιόσι και μια τριάρα

Όταν ήταν  δυο ανάσκελα και τα δυο μπρούμυτα δύο και δύο.

Όταν 3 ανάσκελα και ένα μπρούμυτα τρία και ένα.

Όλα ανάσκελα, ντόρτια  ή τεσσάρες.

Όταν όλα είναι μπρούμυτα μετράμε εξάρες..

Βάση τα παραπάνω αριθμών διατρέχαμε, από την περιοχή τη δική μας προς την περιοχή του αντιπάλου  όπως περιγράψαμε και πιο πάνω. Το μέτρημα γίνονταν Κιόσι δηλαδή ένα και ένα δυο, τρία,  σε κάθε στάση δηλαδή στο κιόσι εάν υπήρχε πούλι του αντιπάλου το βγάζαμε εκτός μάχης το ίδιο συνέβαινε και στο τρία το πούλι που ήταν στη δική μας στάση εξουδετερώνονταν. Δεν πειράζονταν όμως τα υπόλοιπα πούλια που τα προσπερνούσαμε από πάνω τους. Άλλο παράδειγμα αν φέρναμε εξάρες παίζαμε δυο εξάρες στο τέρμα των δυο εξάρων όπως τις μετρούσαμε ξεχωριστά θα τρώγαμε δύο πούλια, δηλαδή ένα σε κάθε  εξ. Τα υπόλοιπα θα τα προσπερνούσαμε    Το ίδιο γινόταν και από τον αντίπαλο. Ο αντίπαλος είχε κίνηση από την αντίθετη πλευρά με στόχο να εισέλθει στην περιοχή του αντιπάλου του, δηλαδή από εκεί που ο κάθε παίκτης είχε την έξοδο των δικών του πούλιων.  Έτσι τα  πούλια με την αντίθετη κίνηση που είχαν διασταυρώνονταν  στο δρόμο τους και σε περίπτωση που η διασταύρωση των δύο επιθετικών, με βάση τους πόντους  που έφερνε συνέπιπτε να σταθμεύσει  στο ίδιο τετραγωνάκι που στάθμευε το πούλι του αντιπάλου, το πούλι του αυτό έβγαινε εκτός μάχης. Ο κάθε παίχτης στο μεταξύ προωθούσε και τα υπόλοιπα πούλια προς την έξοδο με σκοπό να είναι κοντά στην είσοδο του αντιπάλου σαν εφεδρεία για να μπουν μέσα σε περίπτωση που έχανε εισερχόμενο. Πολλές φορές και το εισερχόμενο του αντιπάλου πούλι εξουδετερώνονταν από τους αμυντικούς του άλλου γιατί  και αυτά ανάλογα με τους πόντους και κυρίως με το κιόσι, έτρωγαν  αυτό που στέκονταν μπροστά. Νικητής αναδεικνύονταν όποιος εξουδετέρωνε πρώτος όλα τα πούλια του αντιπάλου κατά την διαδρομή των  διασταυρώσεων μεταξύ τους. Ένα πούλι όταν έμπαινε στη περιοχή του αντιπάλου  μπορούσε να ξαναμπεί πολλές φορές, αν τύχαινε να μην  εξουδετερωθεί. Τον κύκλο τον έκανε στα αντίπαλα τετραγωνάκια.

Ελπίζω η περιγραφή να είναι κατανοητή και πλήρης γιατί έχει πολλές λεπτομέρειες

Πόρτες-πριόνι, κρεβάτι. Μια κλωστή δεμένη στα άκρα την περνούσαμε στα δάκτυλα μας και ο πρώτος που είχε το σχοινί στα δάκτυλά του έφτιαχνε τις πόρτες με την κλωστή, ο συμπαίκτης με κατάλληλους χειρισμούς των δακτύλων το έπαιρνε από τον άλλο και έφτιαχνε ένα από τα παραπάνω σχήματα και ύστερα σειρά είχε ο πρώτος και τανάπαλιν, ώσπού το σχοινί να έλθει ξανά στην πρώτη του μορφή, να λυθεί.

Το κουμπί, ή Σβίγγος με το ράμμα. Σε ένα μεγάλο κουμπί γερό η σβίγκο σε σχήμα κουμπιού,  περνούσαμε μια γερή κλωστή και στις 2 τρύπες του. Μετά δέναμε τις άκρες και το περνούσαμε στα δάκτυλα του χεριού μας, ύστερα το φέρναμε γύρα και ο σπάγκος τυλίγονταν, όταν τυλίγονταν καλά, τεντώναμε και κλείναμε τα χέρια σε στυλ ελατηρίου και ο σβίγκος  έφερνε γύρω σαν σβούρα. Τις περισσότερες φορές δεν υπήρχε σβίγκος αλλά χρησιμοποιούσαμε μεγάλα κουμπιά. Μερικές φορές, όπως έφενε γύρω το σχοινί το βάζαμε κοντά στα μαλλιά των κοριτσιών τα οποία τυλίγονταν και προκαλούσαν πόνο.

Αιώρα, κοινός κούνια.= Τριχιά που προσαρμόζονταν σε οριζόντιο κλαδί δέντρου ή δοκάρι, στο κάτω μέρος προσαρμόζονταν ένα σανίδι ή μια κουρελού για κάθισμα και να κουνιέται κανείς για διασκέδαση ή για γύμνασμα του σώματος. Όσο πιο μεγάλη ήταν η τριχιά τόσο πιο μεγάλο ήταν  το ύψος που έφτανες όταν είχες και κάποιον να σου δώσει την πρώτη ώθηση.

Τραμπάλα. Μακρόστενη σανίδα ή δοκάρι υποστηριζόμενο στο μέσον, ώστε να ταλαντεύεται σε μικρό ύψος, παίζεται πάντα από δυο νέους καθήμενοι ο ένας στο ένα άκρον και ο άλλος στο άλλο και εναλλάξ ανεβοκατεβαίνουν. Τράμπα τραμπαλίζομαι πέφτω και τσακίζομαι και χτυπώ το πόδι μου και το καλαπόδι μου

Τραμπάλα, Γύρος ή Ξυλογαϊδούρα . Σε ένα επίπεδο ίσιο μέρος όπως το αλώνι στο κέντρο τοποθετούσαμε ένα κάθετο ξύλο γερά στερεωμένο στη γη, στρογγυλεμένο στη κορυφή  του. Στην κορυφή αυτή τοποθετούσαμε σανίδα κυρίως ή κορμό δέντρου έτσι  ώστε να ισόρροπη. Στα δύο άκρα δυο νέοι ισορροπούσαν και γύριζαν με μεγάλη ταχύτητα. Για μεγαλύτερη διασκέδαση και φασαρία βάζαμε στη οπή επαφής  των ξύλων λάδι και κάρβουνο οπότε  το παιχνίδι γινόταν εντυπωσιακότερο από το θόρυβο που δημιουργούσε η τριβή. Και όλο πιο επικίνδυνο διότι αν ξέφευγες θα εκτινασσόσουν πολλά μέτρα μακριά λόγο της φυγοκέντρου δυνάμεως.  Η διασκέδαση γινόταν όλο και πιο εντυπωσιακή με το τραγούδι «τράμπα,, τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι …..»

Τσακαλόνια.  Τα «τσακαλόνια» όπως τα λέγαμε η κατασκευή τους ήταν εύκολη  αποτελούνταν από μια πέτρα (πλάκα) η οποία στηρίζονταν σε ένα ξύλο, φούρκα ύψους 15 εκ. και ένα ακόμη ίσιο του οποίου το ένα άκρο στηρίζονταν στη φούρκα και το άλλο στο έδαφος, πάνω από αυτό του σχηματισθέντος ορθογωνίου τριγώνου βάζαμε την πλάκα. Το δόλωμα λίγο ψωμί ή σπόροι έμπαινε με ειδικό δέσιμο σπάγκου το οποίο με το παραμικρό τσίμπημα έπεφτε η πλάκα και παγίδευε το θύμα.  Αυτές τις παγίδες τις  στήναμε για να πιάσουμε κανένα πεινασμένο σπουργίτι ή κανένα κοτσύφι όταν τα χιόνια σκέπαζαν τα πάντα και ξέμεναν από τροφή.  Τα ίδια «τσακαλόνια» στήναμε και για τα ποντίκια.

Ο Ξυλοπόδαρος. Κόβαμε από το δάσος δυο ίσια και ψηλά λουμάκια και σε ένα ικανό ύψος των ξύλων δημιουργούσαμε πατήματα για τα πόδια μας, όταν όλα ήταν έτοιμα ανεβαίναμε στα ξυλοπόδαρα και διαγωνιζόμασταν ποιος θα κρατήσει περισσότερο και θα περπατήσει γρηγορότερα, φυσικά δεν έλειπαν και τα παρατράγουδα, 

To Γυαλί. Όταν κρατάγαμε εκείνο το πολυγωνικό γυαλί από τον πολυέλαιο και το εκθέταμε στον ήλιο μας  έδινε μια ποικιλία χρωμάτων, νομίζαμε ότι κρατάγαμε τον όλο κόσμο  των χρωμάτων στα χέρια μας.

Βόλους, γυάλες, Πολλοί λίγοι είχαμε το προνόμιο να έχουμε πολύχρωμες γυάλες, ήταν ένα παιχνίδι πολυδάπανο και επί πλέον κάποιοι ήταν δεινοί σκοπευτές   μάζευαν με την δεινότητα τους όλες τις γυάλες. Βάζαμε μια μεγάλη γυάλα στον αντίχειρα και στον δείκτη και από κάποια σχετική απόσταση σκοπεύαμε τις μικρότερες γυάλες που ήταν στημένες και όσες πετυχαίναμε τις κερδίζαμε.

Πεντόβολα : Ήταν κυρίως κοριτσίστικο παιχνίδι. Υπήρχαν 5 βόλοι κυρίως πέτρες στρόγγυλες ποταμίσιες. Ο κάθε παίκτης ή παίκτρια είχε τις δικές της πέτρες.  Πρώτα σκορπά τα πεντόβολα και από τα πέντε αφού διαλέξει ένα το πετά προς τα πάνω και γρήγορα προσπαθεί να αρπάξει ένα, από τα κάτω, συνεχίζεται μέχρι να τα πάρει ένα, ένα, όλα. Μετά με τον ίδιο τρόπο δυο, δυο και μετά και τα τέσσερα μαζί. Μετά τα πετά ψηλά και με ανεστραμμένη τη χούφτα πρέπει να πιάσει όλα τα πεντόβολα. Ύστερα τα πετά ξανά επάνω και τα πιάνει με τη χούφτα. Μετά από τα πετάγματα έρχεται η σειρά της καμάρας. Με το αριστερό χέρι και τα τρία δάκτυλα ακουμπώντας τα στο έδαφος κάνεις καμάρα. Από την καμάρα αυτή  πρέπει να περάσεις όλα τα πεντόβολα κάτω από  ένα, ένα πρώτα δύο, δύο μετά, τρία, δύο και μετά όλα μαζί χωρίς να ακουμπήσει το ένα, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να   πετάει το ένα προς τα πάνω κάθε φορά και να το πιάνει

Εφτάπετρο ή Κουραδέλια: 7,  Πέτρες πλακέ ή κεραμιδάκια στημένες η μία πάνω στην άλλη σε στυλ (κουράδας) και με μια πέτρα πλακέ από απόσταση σημαδεύαμε τα «κουραδέλια»  αν τύχαινε να τα πετύχουμε και να σκορπίσουν όλα παίρναμε πόντους αλλιώς χάναμε, Από τον άλλο παίκτη έπρεπε να στηθούν αυτά όσο γίνεται πιο γρήγορα

Γρούνα ή Γουρούνα: Ήταν σχεδόν σαν το σημερινό κρίκετ, Συνήθως παίζονταν με δυο ομάδες. Είχαμε όλοι από ένα ματσούκι μακρύ, για μπαλάκι το φτιάχναμε από χαρτί ή πανί. Υπήρχαν δυο ομάδες κάθε ομάδα έπρεπέ να πάει τη μπάλα και να την βάλει στη γούρνα της άλλης ομάδας. Η γούρνα φυλάσσονταν  καλά από ένα μέλος της κάθε ομάδας προσπαθώντας να απομακρύνει την μπάλα όσο πιο μακριά μπορούσε να μην μπει στην τρύπα. Εάν  το πετυχαίναμε τότε μέτραγε πόντος ή πόντο

Κουτσαλωνάκι. Χαράσσονταν στο έδαφος ένα παραλληλόγραμμο χωρισμένο στα πέντε ίσια μέρη.  Με μια πλακέ πέτρα ή κεραμίδι διαστάσεων 5-7 εκ. έμπαινε ο κλήρος ποιος από την ομάδα θα παίξει πρώτος. Από τη μια μεριά τη φτύνανε και την άλλη όχι ,και ρώταγαν τι παίρνεις, ήλιο ή βροχή. Όποιος κέρδιζε ξεκίναγε πρώτος το παιχνίδι. Την ίδια πέτρα τη οποία την  έριχνε διαδοχικά στα κουτάκια, με το κουτσό διέτρεχε όλα το τετράγωνα και γυρίζοντας έπρεπε να  βγάλει την πέτρα από μέσα, ένα προς ένα τα τετράγωνα χωρίς να πατά τις διαχωριστικές γραμμές και χωρίς η πέτρα να ακουμπήσει τις γραμμές, και από τελευταίο τετράγωνο με το πόδι έπρεπε να βγει  από το τετράγωνο έξω και να το πατήσει για να συνεχίσει  στα επόμενα, ρίχνοντας την πέτρα ξανά στα μικρά παραλληλόγραμμα , η πέτρα δεν έπρεπε να πάει  πάνω στη γραμμή, αλλά ούτε και ο παίκτης έπρεπε να πατήσει τη γραμμή. Από το τελευταίο κουτάκι αλλά και τα προηγούμενα έπρεπε η πέτρα να βγαίνει διαδοχικά με το ένα κουτσό πόδι χωρίς να πάει όπως είπαμε πάνω στη γραμμή ούτε το πόδι ούτε η πέτρα. Αφού τελείωνε η διαδικασία των τετραγώνων με επιτυχία, ο παίκτης έβαζε το κεραμίδι ή μια πλακέ  πέτρα στο πάνω μέρος των  δάκτύλων  του χεριού και τεντωμένο διέρχονταν τα τετράγωνα. Στη συνέχεια έκανε το ίδιο με τα δάκτυλα του ενός ποδιού του με το οποίο έπρεπε να πατάει στη φτέρνα, από το τελευταίο τετράγωνο έπρεπε να ρίξει κάτω έξω από το κουτάκι και να το πατήσει. Τελευταία δοκιμασία ήταν το «πατώ», «πατώ»,  με κλειστά μάτια περνούσε σε κάθε τετράγωνο και ρώταγε πατώ ; οι συμπαίκτες αν δεν πάταγε τη γραμμή του έλεγαν όχι. Όταν δεν έκανε κανένα από τα παραπάνω λάθη, πάτημα  γραμμής ή να του έπεφτε το κεραμίδι από το χέρι ή το πόδι  κέρδιζε το παιχνίδι, άλλως τη θέση έπαιρνε ένας από τα άλλα παιδιά.

Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού τα γύρω παιδιά που παρακολουθούσαν έλεγαν διάφορα για να μπερδέψουν τον παίχτη για να χάσει. Μια γριά από τ αγά έφερε τον τραχανά, έφερε το χάσει, χάσει Παναγία μου να χάσει.

Κρυφτό. Είναι ένα παιχνίδι αυτό που ακόμα παίζεται και στις πόλεις γιατί οξύνει τη φαντασία και βάζει το μυαλό των παιδιών να δουλέψει. Υστέρα από μια διαδικασία μεταξύ των παιδιών που συμμετέχουν για το ποιος θα τα φυλάξει, το παιχνίδι απαιτεί να υπάρχει ένα σημείο στο οποίο αυτός που τα φυλάει να κλείσει τα μάτια του καλά και να μετρήσει σε αργό ρυθμό μέχρι το 10. Τα άλλά παιδιά τρέχουν να βρουν καλές κρυψώνες στους γύρω δρόμους, αυλές, αχυρώνες, κάτω από σκάλες κ. ά   Αυτός που τα φυλάει όταν τελειώσει το μέτρημα πρέπει να πει «φτου και βγαίνω». Όποιον ανακαλύψει πρώτον και προλάβει να πάει μέχρι το σημείο που τα φύλαγε και να φτύσει και να αναφέρει το όνομά του αυτός είναι και ο επόμενος που θα τα φυλάξει. Εάν παρ’ ελπίδα δεν βρει κανέναν ή όλοι τον προλάβουν και φτύσουν στο σημείο αναφοράς τότε τα φυλάει πάλι ο ίδιος

Αμπάριζα, ή αμπάρα. Το παιχνίδι αυτό το παίζουν δυο ομάδες παιδιών η μια απέναντι στη άλλη στο μέσον και σε απόσταση τραβούν μια διαχωριστική γραμμή. Η κάθε ομάδα έχει ορίσει ένα σημείο που το έλεγαν αμπάρα και ήταν σημείο που χώραγε πολλά παιδιά. Όταν δίνονταν το σύνθημα οι ομάδες  κυνήγαγε η μια την άλλη και όποιον έπιαναν τον έκαναν σκλάβο τους, όποιος κουράζονταν ή κινδύνευε να τον πιάσουν κατέφευγε και ακουμπούσε  στην αμπάρα, οπότε ο αντίπαλος δεν είχε δικαίωμα να τον πιάσει. Στην αμπάρα μπορούσε  να καταφεύγουν πολλά παιδιά μαζί. Μόλις ξεκουράζονταν ξανά και ξανά το ίδιο. «Πήρε αμπάριζα όπως λέμε για κάποιον που τρέχει και δεν σταματάει»

Μπιζ ή τζιζ. Μια ομάδα παιδιών 3-4 ή και παραπάνω ρίχνανε κλήρο ποιος θα τα φυλάξει πρώτος. Αυτός που τα φύλαγε έβαζε το δεξί του χέρι που κάτω από τη μασχάλη και την παλάμη πρόσωπο με την πλάτη, με το αριστερό χέρι έκρυβε το οπτικό του πεδίο προς την αριστερή πλευρά που ήταν  οι συμπαίχτες του και οι οποίοι διαγκωνίζονταν ποιος θα χτυπήσει πρώτος προκαλώντας έτσι σύγχυση σε αυτό που τα φύλαγε. Ένας από τους συμπαίχτες χτύπαγε την προσφερθείσα παλάμη με δύναμη και όλοι μαζί σήκωναν και τα δυό τους τα χέρια δείχνοντας, ότι να, εγώ το έκανα και ταυτόχρονα φώναζαν όλοι μαζί μπίζ…ή τζιζ,,. Αυτός που τα φύλαγε όπως το λέγαμε, έπρεπε μέσα στη φασαρία που γίνονταν να βρει ποιος τον χτύπησε και πολλές φορές ο κανόνας ήθελε  και με πιο χέρι το έκανε, ανάλογα. Εάν παρ’ ελπίδα το πετύχαινε τότε αυτός είχε σειρά να πάρει τη θέση του, άλλως συνέχιζε να τα φυλάει ο ίδιος. Πολλές φορές το παιχνίδι αυτό μετατρέπονταν σε πολύ άγριες καταστάσεις γιατί τα χτυπήματα ήταν δυνατά και επικίνδυνα.

Τσουλήθρες: Μην φανταστεί κανείς ότι είχαμε τις τσουλήθρες που είναι στις σημερινές παιδικές χαρές. Οι τσουλήθρες οι δικές μας ήταν οι κορμοί των δέντρων οι κουπαστές των μπαλκονιών σε όσα σπίτια υπήρχαν και κυρίως  χωμάτινες απότομες κατηφοριές στις οποίες αποτελειώναμε τα ήδη τρύπια παντελόνια μας και ματώναμε κεφάλια, πόδια, πλάτες και πισινούς και από πάνω τρώγαμε και το ξύλο από τη μάνα, όχι για το μάτωμα αλλά για το τρύπιο παντελόνι

Κορώνα ή γράμματα : Εδώ σαφώς και δεν πρόκειται για παιχνίδι, αλλά ήταν μια πράξη που όταν έπρεπε κάποιος να προηγηθεί ή να διεκδικήσει κάτι έμπαινε πάντα στο λόττο. Τα παλαιά ελληνικά νομίσματα οι δυο όψεις τους είχαν διαφορετικές παραστάσεις , στη μια όψη είχαν τη βασιλική κορώνα και στην άλλη είχαν  γράμματα «ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». Όταν λοιπόν κάτι έμπαινε στο λόττο, η πρώτη ερώτηση  ήταν τι παίρνεις κορώνα ή γράμματα και αν μεν έρχονταν ή όψη την οποία επέλεγες κέρδιζες και ήταν συμφωνία  εκ των προτέρων που δεν παραβιάζονταν.

Η τριότα. Η τριότα παίζονταν συνήθως με δυο άτομα σε ένα τετράγωνο χαραγμένο στο έδαφος φέρναμε δύο διαγώνιες γραμμές. Ο κάθε παίκτης κροτούσε στο χέρι του τρία πετραδάκια. Βάζαμε κλήρο ποιος θα ξεκινήσει πρώτος. Με τα τρία πετραδάκια έπρεπε να σχηματίσουμε τρίγωνο ή να μπαίναμε σε ευθεία γραμμή, κάτι σαν τη σημερινή τρίλιζα, αυτός που το πετύχαινε, ήταν και ο νικητής.

Ο Βεζύρης με τη λουρίδα. Για το παιχνίδι αυτό χρησιμοποιούσαμε από το κότσι  του αρνιού το γόνατο που είχε 4 όψεις, το σαμάρι, τη γουρνίτσα, το βεζίρη και το βασιλιά.  Από την αρχή του παιχνιδιού  ορίζονταν ο βεζίρης ο οποίος κράταγε τη λουρίδα και ο βασιλιάς ο οποίος διάταζε. Το κόκαλο αυτό το στρίβαμε προς τα πάνω και ανάλογα με τη στάση έπαιρνε όταν έπεφτε κάτω ήταν και η ποινή. Ο βεζίρης ρώταγε το βασιλιά για την ποινή που έπρεπε να επιβληθεί σε αυτόν που έφερνε το σαμάρι ή τη γουρνίτσα. Η πιο σκληρή ποινή ήταν η ξυλιές με τη λουρίδα στις παλάμες, Συνήθως το παιχνίδι αυτό το έπαιζαν δύο, τρία ή 4 άτομα΄΄ Όταν έφερνες βεζίρη έπαιρνες τη θέση του βεζίρη και όταν έφερνες βασιλιά έπαιρνες τη θέση του βασιλιά.

Στις τρις τα φραγκάκια, Αγώνισμα- ή το σημερινό τριπλούν αλλά και το απλούν άλμα.

Ο αγώνας αυτός ήταν ομαδικός αγόρια και κορίτσια. Για σκάμμα χρησιμοποιούσαμε απλώς κάποιο μέρος που κατά κάποιον τρόπο είχε χώμα μαλακό, αν αυτό δεν ήταν εφικτό όπου βρισκόμασταν, Σημειώναμε τη διαχωριστική γραμμή στο έδαφος και διοργανώναμε αγώνες ποιος θα πηδήξει μακρύτερα, εφαρμόζοντας όλους τους κανόνες που ισχύουν και σήμερα. Το ίδιο γίνονταν και με το απλούν, τα ξυπόλυτα πόδια μας είχαν κάνει σκληρό πέλμα από κάτω και δεν μας επηρέαζε το σκληρό ή το μαλακό έδαφος.

Η γαϊδούρα. Η γαϊδούρα ήταν ένα συναρπαστικό παιχνίδι κυρίως για μεγάλα παιδιά. Δυο ή τρία παιδιά σκυμμένα το ένα πίσω από το άλλο, παρίσταναν τη γαϊδούρα. Τα υπόλοιπα παιδιά μάζευαν φόρα και ο πρώτος με ένα σάλτο έπρεπε να βρεθεί στο πρώτο από σκυμμένα παιδιά, ο δεύτερος στον δεύτερο και ο τρίτος στον τρίτο και ούτω κάθε εξής. Πολλές φορές μπορεί να μετείχαν και περισσότερα από 3 παιδιά. Τα σκυμμένα παιδιά όταν ανέβαιναν πολλά ή βαριά παιδιά δεν μπορούσαν να τρέχουν με τους αναβάτες και προσπαθούσαν να τους ρίξουν κάτω. Το παιχνίδι συνεχίζονταν με τις εναλλαγές των ρόλων

Το δαχτυλίδι.  Πολλά παιδιά μαζί σχημάτιζαν κύκλο και στα χέρια τους κρατούσαν ένα σπάγκο που μέσα είχαν περάσει ένα δακτυλίδι ή ένα πετυραδάκι. Ένα από τα παιδιά ήταν στο κέντρο η μάνα όπως την έλεγαν  προσπαθούσε να βρει το δακτυλίδι που τα παιδιά με κινήσεις στα χέρια τους πέρναγε από το ένα στο άλλο κρατώντας τις παλάμες τους κλειστές, ενώ τα παιδιά του κύκλου τραγουδούσαν παροτρύνοντας το παιδί εντός του κύκλου να βρει το δακτυλίδι. «Νάτο, νάτο, το δαχτυλίδι, πού ‘ντο, πού ‘ντο το δακτυλίδι, δεν θα το βρεις . Νάτο, νάτο το δακτυλίδι, σκάσε, σκάσε, δεν θα το βρεις,  δεν θα το βρεις, δεν θα το βρεις το δακτυλίδι που φορείς» Όταν έβρισκε το δακτυλίδι, τη σειρά για εντός του κύκλου την έπαιρνε αυτός που είχε στην παλάμη του το δακτυλίδι.

Ένα λεπτό κρεμμύδι: Αγόρια και κορίτσια, πολλά παιδιά μαζί της ηλικίας μας, χωριζόμασταν σε ομάδες και παρατασσόμασταν η μια ομάδα απέναντι στην άλλη. Στο μέσον τραβούσαμε μια ευθεία γραμμή Τραγουδόντας το «Ένα λεπτό κρεμμύδι Γκέω, Βαγκέω… ξεσήκωνε τις αλάνες και τις γειτονιές.

Ομάδα πρώτη τραγουδώντας: -«Ένα λεπτό κρεμμύδι γκεω Βαγκέω, ένα λεπτο κρεμμύδι κράξε Βαγκέω.

-2η Και τι θε να το κάνετε κράξε Βαγκέω.

-1η Οάδα: Παντρέυουμε ένα ναύτη Γκέω Βαγκέω, (δις), που όλο μύγες χάφτει.  Παντρεύουμε ένα Ναύτη κράξε Βαγκέω. και ταυτόχρονα έστελναν  ένα ατσούμπαλο νέο προς την 2η ομάδα.

Η 2η ομάδα απαντούσε: Αυτόνε χάρισμά σας στα μούτρα τα δικά σας Γκέω Βαγκέω,  και ταυτόχρονα τραγουδώντας και χορεύοντας ρυθμικά αποθούσαν τον «ναύτη».

Τότε η Πρώτη ομάδα, έκανε άλλη πρόταση: -«Ένα λεπτό κρεμμύδι γκεω Βαγκέω, ένα λεπτο κρεμμύδι κράξε Βαγκέω.

-2η Και τι θε να το κάνετε γκέω Βαγκέω και τι θε νατο κάνετε κράξε Βαγκέω.

-1η Οάδα: «Παντρέυουμε ένα  γέρο που χρόνια τον εξέρω, Γκέω Βαγκέω, .  Παντρεύουμε ένα γέρο που χρονια τον εξέρω, κράξε Βαγκέω». Και ταυτόχρονα έστελναν   ένα γέρο προς την 2η ομάδα.

Η 2η ομάδα απαντούσε: «Αυτόνε χάρισμά σας Γκέω Βαγκέω. αυτόνε χαρισμά σας στα μούτρα τα δικά σας Γκέω Βαγκέω»,  και ταυτόχρονα τραγουδώντας και χορεύοντας ρυθμικά αποθούσαν τον υποτιθέμενο γέρο

Έπειτα η πρώτη ομάδα έκανε με τα ίδια λόγια άλλη πρόταση

Παντρεύουμε έναν πρίγκιπα με το σπαθί στο χέρι γκέω Βαγκέω.

Και τότε η άλλη 2η ομάδα απαντούσε αυτόνε τον εθέλουμε γκέω Βαγκεω  και έπαιρναν τον νέο προς την ομάδα τους.

Συνεχώς οι ρόλοι των ομάδων άλλαζαν και τις προτάσεις, έκανε οι δεύτερη ομάδα προς την πρώτη και ούτω καθ΄εξής, μέχρι ότου κάποια ομάδα μπορούσε να μείνει με ένα παιδί

Τα Σκαμνάκια.  Τα παιδιά έμπαιναν στη σειρά το ένα πίσω από το άλλο και έριχναν κλήρο ποιος θα κάνει πρώτος το σκαμνάκι. Το πρώτο παιδί που του έπεφτε ο κλήρος περνούσε μπροστά από τα παιδιά που ήταν στη σειρά άνοιγε τα πόδια του ακουμπούσε τα χέρια του στα γόνατα έβαζε το κεφάλι του μέσα στα σκέλια του για να μην το χτυπήσουν τα άλλα παιδιά που θα πηδούσαν το σκαμνάκι του. Το Πρώτο παιδί μάζευε φόρα  ακουμπούσε τα χέρια του στη ράχη του σκυμμένου παιδιού και πήδαγε όσο μακριά μπορούσε εκεί που έφτανε έκανε αυτός το σκαμνάκι, έπειτα ο άλλος και ο άλλος …. Και το παιχνίδι συνεχίζονταν μέχρι να το βαρεθούν.

Χιονοπόλεμος: Είναι ο γνωστός πόλεμος που γίνεται και σήμερα, αλλά στις μέρες  μας γινόταν πιο άγριος και πιο συχνός γιατί έπεφταν τακτικά και πολλά χιόνια.

Πετροπόλεμος: Ο πιο μεγάλος πετροπόλεμος έγινε στην εποχή μου και μάλιστα εξελίχθηκε σε πολύ σκληρό. Την εποχή εκείνη έγινε μεταξύ του επάνω μαχαλά όπου ήμουν εγώ μαζί με άλλους και του κάτω μαχαλά. Είχαμε χωρίσει το χωριό στα δύο στρατόπεδα και συμφωνήσαμε, ότι όσα παιδιά μένουν μέχρι του Μακρή-Αρχή της πλατείας και πάνω, ανήκουν στον πάνω μαχαλά. Τα από εκεί και κάτω είναι παιδιά του κάτω μαχαλά. Στη αρχή είχαμε συμφωνήσει να πολεμήσουμε με τις βρόνταγες  (βροντάρες) και  κεδρόμηλα.  Είχαμε ετοιμάσει τα σύνεργα μας, πολλές βρόνταγες μαζέψαμε οκάδες κεδρόμηλα από το Ζερβόλακα και το Κέχρινο λιθάρι και είχαμε δώσει σημείο συνάντησης στον Προφήτη Ηλία.  Όμως πολλά παιδιά από τον πάνω μαχαλά και κυρίως αυτά που ήταν από την αλάνα του Αργύρη και κάτω, πήγαν με τους κατωμαχαλίτες. Ο πόλεμος παρά ταύτα έγινε με όσα παιδιά έμειναν  από εκεί και πάνω.  Η μάχη με τα κεδρόμηλα και τις βροντάρες κράτησε αρκετή ώρα και έγινε μπροστά από τα σπίτια  όπου  είχαμε ταμπουρωθεί με τα εφόδιά μας, τα κεδρόμηλα φυλαγμένα. Οι μικρότεροι είχαν  επιστρατευθεί για  να γεμίζουν τις βρόνταγες με κρδρόμηλα και  εμείς οι μεγαλύτεροι παίρναμε τις γεμάτες βροντάρες σαλιώναμε, τρομπάραμε και μπαμ και όποιο μάτι ήθελε ας βγει. Δυστυχώς όμως κατά την διάρκεια της μάχης τα πράγματα αγρίεψαν πάρα πολύ, τα αίματα άναψαν όταν τέλείωσαν τα πολεμοφόδια (κεδρόμηλα) και κάποιος άρχισε να πετάει πέτρες, το κακό δεν άργησε να γενικευθεί και οι πέτρες έπεφταν βροχή μέσα σε χρόνο μηδέν. Άνοιξαν τότε πολλά κεφάλια, λίγο έλειψε να γίνει σύρραξη και μεταξύ των μεγάλων, ευτυχώς όμως επικράτησαν η σύνεση και η σωφροσύνη μεταξύ των ψυχραιμότερων.

Κυπαρισομηλοπόλεμος, Αυτός ο πόλεμος γίνονταν μεταξύ φίλων της γύρω  περιοχής μας και στον προφήτη Ηλία.  Τα μήλα των κυπαρισσιών  υπήρχαν σε αφθονία στον περίβολο του Προφήτη Ηλία. Ήταν και αυτό ένα από τα πιο από επικίνδυνα παιχνίδια, διότι ήταν άγριο και πολλές φορές, πολλά κεφάλια άνοιγαν. Το ευτύχημα ήταν πως δεν μας έμεινε κανένα κουσούρι να χάσουμε κανένα μάτι.  Ο περίβολος του προφήτη Ηλία και το εκκλησάκι του ήταν για μας πάντα ανοικτό και προσβάσιμο,  μπαίναμε μέσα και αφού κάναμε το σταυρό μας και προσκυνάγαμε τις εικόνες, πολλές φορές μπαίναμε στο ιερό και στο πίσω μέρος των εικόνων γράφαμε τα ονόματά μας και την ημερομηνία. Πολλά από αυτά μπορεί να σώζονται ακόμη και σήμερα.

Κανένας δρόμος και καμία αλάνα του χωριού δεν ήταν ισοπεδωμένα, πέτρες υπήρχαν παντού και πολλές, παρόλα αυτά εμείς όλα αυτά τα παιχνίδια τα παίζαμε  σε αυτούς τους χώρους και μάλιστα  χωρίς παπούτσια για αυτό και το μεγάλο μας δάκτυλο των ποδιών μας ήταν πάντα ματωμένο και χωρίς νύχι, ως προς το αίμα που έτρεχε ποιος έδινε σημασία αφού για να σταματήσει βάζαμε επάνω καβαλίνα (βουνιά από άλογο) για κάμποση ώρα και αυτό ήταν η όλη του απολύμανση

                       Τα κάλαντα

Τα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων γύριζαν όλο το χωριό και λέγανε τα κάλαντα. Συνήθως πηγαίνανε δύο, δύο. Η υποδοχή ήταν πάντα πρόσχαρη και φιλική, γιατί το έθιμο ερμηνευόταν  πως κάναμε ποδαρικό και ότι η χρονιά θα πάει καλά. Οι νοικοκυραίοι  πέραν της θερμής υποδοχής  φίλευαν τα παιδιά, σπάνια αυτό με λίγες δεκάρες τρύπιες. Κυρίως το φίλεμα  ήταν σταφίδες καρύδια (κοκόσιες ) άντε που και που από κανένα γλυκό. Τα κάλαντα τότε τα έλεγαν μόνο τα αγόρια. Τα κορίτσια έλεγαν τα κάλαντα μόνο την παραμονή των Βαΐων με στολισμένα τα καλαθάκια. Επίσης κάλαντα έλεγαν: τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, των Φώτων, του Αη Γιαννιού, και τη Μεγάλης Παρασκευής (το Πάσχα). Τα   κάλαντα της Μεγ. Παρασκευής ήταν λυπηρά και σε αυτά πάλι μετείχαν μόνο τα αγόρια.

Παραμονή των Φώτων ο παπάς γύριζε στα σπίτια  με το σταυρό, νερό στη αγιαστούρα και ένα κλωνάρι βασιλικό, το βούταγε στο νερό ράντιζε και ευλόγαγε τα σπίτια για να φύγουν οι καλικάντζαροι. Ανοίγω παρένθεση για να αναφερθώ σε μια παροιμία που λέγονταν για αυτή  τη μέρα.

«Μπαίνοντας σε ένα σπίτι ο παπάς έλεγε όπως συνήθιζε, το, Εν Ιορδάνη…. Όταν είδε όμως πως η νοικοκυρά πως έλειπε, συνέχισε ψέλνοντας …που πάει η μάνα σου βρε Γιάννη; Ο Γιάννης είπε:  πάει στην ποταμιά και πλένει.

Τότε  ο παπάς λέει: Βρε την καταραμένη μέρα που βρήκε και πλένει..

Στο μεταξύ ο μικρός έδωσε στον παπά ό,τι άφησε η μάνα του για  εκείνον και ο παπάς συνεχίζοντας το ψάλσιμό του, ευχαριστημένος  μέσα στα άλλα λέει: Α την Ευλογημένη ας είναι καλά και ας πλένει.

Τα κάλαντα των Φώτων πέρα από μας τα παιδιά τα έλεγαν και οι μεγάλοι. Γύριζαν όλο το χωριό.  Αυτό συνεχιζόταν σχεδόν όλη την ημέρα. Συνήθως ήταν ντυμένοι με προβιές ζώων και κρεμασμένα κουδούνια που έκαναν μεγάλη οχλαγωγία. Πήγαιναν σχεδόν σε όλα τα σπίτια του χωριού. Δεν έδιναν χρήματα, διότι δεν είχαν, αλλά τις  περισσότερες φορές τους κέρναγαν άφθονα  κρασί  μεζέ, κυρίως λουκάνικο, χοιρινό κοντοσούβλι,  μπομπάρι. Με αυτόν τον τρόπο ξόρκιζαν τα κακά πνεύματα και τους καλικαντζαραίους,   όπως έλεγαν

Τα κάλαντα

Προέλευση των Καλάντων

Δεν υπάρχει πιο χαρμόσυνο άγγελμα των γιορτών και πιο γλυκύτατο άκουσμα από τις  γλυκές μελωδίες των μικρών παιδιών, που μας  ζεσταίνουν και απαλύνουν τις καρδιές μας όταν έρχονται στην πόρτα μας

Τα κάλαντα είναι από τα παλαιότερα Έθιμα και έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της γιορτής του Διονύσου,  τα Ανθεστήρια, μια ομάδα ατόμων γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και έψελναν ύμνους. Μαζί τους είχαν και ένα ομοίωμα πλοίου, που συμβόλιζε την  άφιξη του θεού Διονύσου.

Στην Ρώμη τα ονόμαζαν Καλένδες και πήραν το όνομα τους από το όνομα των τριών αδελφών της Ρώμης τον Κάλανδο, τον Νόνο και τον Ειδό, οι οποίοι έσωσαν την πόλη από το λιμό.

Στα χρόνια του Βυζαντίου οι  καλένδες μετονομάστηκαν  σε «Άσματα Αγερμού». Μικροί και μεγάλοι, οι «Αγύρτες» ή «Μηνογύρτες» όπως τους ονόμαζαν, γύρναγαν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν για τη γιορτή που έρχονταν. Ανάλογα με τη γιορτή που θα ακολουθούσε, στα χέρια τους κράταγαν μουσικά όργανα, κρόταλα, κουδούνια, χελιδόνες ή βάγια. Συνήθως οι «Αγύρτες» εμφανιζόταν στις γιορτές του Δωδεκαημέρου, στην Αποκριά, το Πάσχα, του Αγίου Ιωάννη, του Αγίου Γεωργίου, της Παναγίας και του Σταυρού

Χριστουγεννιάτικα κάλαντα

Χριστός γεννάτε σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,

Οι ουρανοί αγάλλονται και χαίρει η κτίσης όλη

ή

Χριστούγεννα πρωτόγεννα,

πρώτη γιορτή του χρόνου,

για βγέστε, δέστε, μάθετε

πως ο Χριστός γεννιέται,

γεννιέται κι’ αναθρέφεται με γάλα και με μέλι.

Το γάλα τρώνε οι άρχοντες. το μέλι οι αφεντάδες

Και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες

Ή Το γάλα τρών’ οι άρχοντες και τα κεριά στ’ αγίους

και το μελισσοβότανο τρουγύρου στις αυλές μας.

Καλή ώρα και χαρά

Πρώτοι συνεορτάσαμε εν Βηθλεέμ τη πόλει

μ’ αγγελικούς χορούς, με μάγους και ποιμένας

και μεις τώρα γυρίσαμε με το Χριστό αντάμα

να δούμε θάματα πολλά παράδοξα μεγάλα.

Ο ουρανός ετρόμαξε, φοβάται να αγιάσει.

Φωνάζει! προς τον Πρόδρομο, λέει του Ιωάννη

Άφησε, άφησε και τούτονε να ‘γιάσει.

Καλή ώρα και χαρά, Και του χρόνου.

     Των Φώτων

Σήμερα τα φώτά και ο φωτισμός

Και χαρά μεγάλη τον Κύριο

Κάτω στο Ιορδάνη το ποταμό

Είναι η Παναγία η Δέσποινα

Με τα θυμιατήρια στα δάκτυλα

Σπάργανα κρατάει, Θεόν καρατεί

Και τον Αϊ Γιάννη παρακαλεί.

Αϊ  Γιάννη πρόδρομε και Βαπτιστή

Δύνασαι βαπτίσεις θεόν παιδί;

«Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ

και τον κυριό μου απρακαλώ

Αύριο τα Φώτα και ο φωτισμός και χαρά μεγάλη τον Κύριο μας.

Σήμερα η Κυρά μας και η Παναγιά σπάργανα βασταίνει Θεόν κρατεί.

Και τον Αη Γιάννη παρακαλεί

Αη Γιάννη πρόδρομε και βαπτιστή δύνασαι βαπτίσεις θεού παιδί:

Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ και τον Κύριό μου παρακαλώ,

-«Να ρίξ’ο Θεός δροσολογιά για ν’ αγιασθούν  τα στάρια και τα νερά

Και ο αφέντης με την κυρά»

  Την Πρωτοχρονιά.

Αρχή μηνιά και αρχή χρονιά

Και αρχή καλός μας χρόνο

Εκκλησιά, Εκλησιά με Άγιους θρόνους

Σ’ αυτό το σπίτι πού’ ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει

Κι’ ο νοικοκύρης του  σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσε

Του Αγίου Ιωάννου Της Μεγάλης Παρασκευής

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη ημέρα

Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.

Σήμερα έλαβαν βολή οι άνομοι Οβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά και τρισκαταραμένοι,

για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων Βασιλέα

Κι’ ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι

Να λάβει δείπνο μυστικό, να τον συλλάβουν όλοι.

Κι’ η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της.

Τις προσευχές της έκανε για τον μονογενή της.

Φωνή εξήλθε εξ ουρανού εξ Αρχαγγέλου στόμα.

Σώσε κυρά μ’ τις προσευχές, σώσε και τις μετάνοιες,

το γιο σου τον επιάσανε και στα καρφιά τον πάνε.

Φκιάσε καρφιά. Φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία περόνια

Κι κείνος ο παράνομος βαράει και φκιάνει πέντε.

Εσύ Φαραέ που τα ‘κανες, πρέπει να μας διατάξεις.

Βάλτε τα δυο στα χέρια του, τα’ άλλα τα δυο στα πόδια του

Το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,

Να τρέξει αίμα και χολή να λιγωθεί η καρδιά του.

Κι η Παναγιά σαν τα ‘κουσε λιποθυμιά της ήρθε.

Σταμνί νερό της ρίχνουνε και δυο κανάτια μόσχου,

Μα σαν της ήλθε ο λογισμός και σαν της ήλθε ο νους της,

Ζητάει γκρεμό να γκρεμισθεί, φωτιά να πάει να πέσει.

Η Μάρθα η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα, τέσσερες

αντάμα,  πήραν  στρατί το μονοπάτι, το μονοπάτι που τις έβγαλε

εις του ληστού την πόρτα.

Η πόρτα από το φόβο της άνοιξε μοναχή της.

Κοιτάει δεξιά  κοιτάει ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει,

κοιτάει και δεξιότερα, βλέπει τον Ιωάννη.

Μην είδες τον διδάσκαλο και μένα τον υιόν μου;

Βλέπεις εκείνον τον γυμνό. Το παραπονεμένο,

Όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτημένο;

Όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;

Δεν μου μιλάς πουλάκι μου, δεν μου μιλάς παιδί μου;

Τι να σου πω μανούλα μου, πια διαφορά δεν έχει

Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι,

Που θα λαλούν οι πετεινοί και θα ακουστούν οι καμπάνες,

τότε και εσύ μανούλα μου θα ‘χεις χαρές μεγάλες