Επαγγέλματα ξεχασμένα
Επαγγέλματα που χάθηκαν–Ασχολίες των κατοίκων
Ο άνθρωπος από τότε που εγκατέλειψε τα σπήλαια και το κυνήγι, για την εξασφάλιση της ζωής του, δέθηκε με τη μάνα γη. Στο πέρασμα των αιώνων προέκυψε η ανάγκη να αναπτυχθούν κάποιες δεξιοτεχνίες προς εξυπηρέτηση των αναγκών της νομαδικής ζωής, σαν οργανωμένη κοινωνία, όπου ο ένας είχε την ανάγκη του άλλου. Οι δεξιοτεχνίες αυτές σιγά, σιγά έγιναν βιοποριστικά επαγγέλματα.
Οι κάτοικοι του χωριού και δη της ορεινής υπαίθρου ήταν οι προλετάριοι των αγρών, πάλευαν με όλα τα στοιχεία της φύσης και προσπαθούσαν να βελτιώσουν τη διαβίωσή των παιδιών τους καθώς και τη δική τους, σε άγονα μέρη. Τι μπορούσαν να κάνουν αυτοί αφού οι μοίρα τους έλαχε να γεννηθούν σε αυτό το άγονο και κακοτράχαλο μέρος; Ήταν η εποχή που δεν είχαν κανένα προσανατολισμό και επί πλέον κανένα ουσιαστικό επάγγελμα. Όλοι μικροί-μεγάλοι ασχολούνταν από λίγο και με όλα. Όλοι μετείχαμε από το μικρότερο ως τον μεγαλύτερο στις δουλειές του σπιτιού, στο χωράφι, στο αμπέλι, στο φύλαγμα των μαναριών, στο κουβάλημα των δημητριακών στο μύλο και άλλα.
Τα επαγγέλματα που ασκήθηκαν κατά περιόδους, τα παλιά χρόνια ήταν, πολλά και οι δεξιοτέχνες τα έκαναν με μεράκι και τα μεταβίβαζαν από γενιά σε γενιά. Πολλά από αυτά σήμερα δεν υπάρχουν τα απορρόφησε η τεχνολογία και έτσι αυτά έμειναν στην ιστορία..
Μερικά από αυτά στο χωριό ούτε καν τα γνωρίζαμε, όπως αυτό του Σαράτση, του Μιταφιτζή του Αγγειοπλάστη κ.α. Τα πήλινα σκεύη της αγγειοπλαστικής τα χρησιμοποιούσαν ευρέως και ιδίως τις πήλινες κανάτες για να κρατάνε το νερό δροσερό.
Το ξέρω πως δεν παρέχω τίποτα το ιδιαίτερο, με αυτό το πόνημα αλλά θα προσπαθήσω να αποτυπώσω όλα εκείνα τα πράγματα όπως τα έζησα και τα παρακολούθησα κοντά στους γονείς μου και στους διάφορους τεχνίτες της εποχής μου
Αγωγιάτης
Ο Αγωγιάτης ήταν ο άνθρωπος που είχε στη κατοχή του ζώα και μετέφερε προϊόντα από χωριό σε χωριό ή από πόλη σε πόλη, αλλά και ανθρώπους από το ένα σημείο στο άλλο επί πληρωμή. Τέτοιος επαγγελματίας δεν γνωρίζω αν υπήρχε ποτέ στο χωριό. Τα πάντα γίνονταν με ίδια μέσα, δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε στην κατοχή του από ένα η δύο τέτοια ζώα για τις ανάγκες του
Ακονιστής
Ο ακονιστής ήταν επάγγελμα «γυρολόγου». Φορτωμένος τον τροχό του, γύριζε από χωριό σε χωριό ή από ρούγα σε ρούγα και διαλαλούσε με την παρουσία του την πραμάτεια του…. ¨Ο τροχός…. Μαχαίρια, ψαλίδια, κλαδευτήρια, τσεκούρια ακονίζω ω ω… ο τροχός …. !¨Και οι νοικοκυρές, όλο και κάτι είχαν για ακόνισμα που είχαν στομώσει από την πολλή χρήση. Το ακονιστήρι ήταν είτε από πέτρα, είτε από σμίλη και του έδιδε κίνηση ένας μεγαλύτερος τροχός, που λειτουργούσε με πεντάλ και έδιδε κίνηση στο ακόνι με μεγάλη ταχύτητα.
Αλμπάνης, πεταλωτής, ή καλιγωτής
Τον Αλμπάνη ή το λεγόμενο πεταλωτήριο όπως λεγόταν τότε, τολμώ να παραλληλίσω τη χρησιμότητά του με το σημερινό Βουλκανιζατέρ των τροχών των αυτοκινήτων, αν σκεφτεί κανείς ότι όλες οι μεταφορές αγαθών, ανθρώπων και πάσης φύσεως εργασιών γινόταν με τα περήφανα άλογα, μουλάρια και τα γαϊδούρια. Αυτά για να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις δουλειές έπρεπε να πεταλώνονται ή να καλιγώνονται. Πεταλωτήρια υπήρχαν σε όλα τα Χάνια και όλα τα σιδηρουργεία στα χωριά και όλους τους κεντρικούς δρόμους. Το πέταλο, σε σχήμα μισοφέγγαρου και σε μεγέθη ανάλογα με την οπλή του ζώου, προσαρμοζόταν στο πέλμα του, αφού πρώτα με ειδικό κόφτη-λεπίδι, το σαντράνι ή σατράτσι, εξονύχιζαν το πέλμα για να εφαρμόσει το πέταλο το οποίο στερεωνόταν με ειδικά καρφιά (καλιγωκαρφα). Τα καλιγώκαρφα χρειάζονταν ιδιαίτερη προσοχή γιατί το καρφί δεν έπρεπε να πέσει σε ζωντανό μέρος του ποδιού (γινόταν το καρφόπιασμα). Πολλές φορές μπορεί και για ένα καρφί ή δύο έπρεπε να προστρέξεις στον πεταλωτή αν δεν μπορούσες μονός σου να το αντιμετωπίσεις. Εξ ου και ο «μωραπάς» «για το καρφί χάσαμε το πέταλο». Το πετάλωμα του αλόγου ήταν μια ολόκληρη διαδικασία και χρειαζόταν κάποια εξειδίκευση. Πολλοί από τους κατοίκους του χωριού ήταν εκείνοι οι οποίοι από μόνοι τους καλίγωναν τα ζωντανά τους.
Ειδικευμένοι πεταλωτές στο χωριό κατ’ αρχάς ήταν οι σιδηρουργοί. Ευάγγελος Θεοχάρης, που έφτιαχνε και πέταλα, σαν σιδηρουργός και οι αδελφοί Θεοχάρη, Κώστας και Γιάννης
Αρκουδιάρης
Η εμφάνιση του αρκουδιάρη στο χωριό ήταν ένα ευχάριστο γεγονός και αποτελούσε ένα διάλειμμα ευχάριστης διασκέδασης για μικρούς και μεγάλους. Την αρκούδα στο χωριό την έφερναν κυρίως γύφτοι. Η αρκούδα, παρόλο που είναι ένα άγριο ζώο, δεν επιτίθεται στο άνθρωπο εκτός αν βρεθεί σε δύσκολη θέση. Την αρκούδα οι γύφτοι την έπαιρναν από μικρή και την εκπαίδευαν να χορεύει και να κάνει διάφορες μιμήσεις. Της είχαν πάντα ένα χαλκά-κρίκο στη μύτη και της φορούσαν καπίστρι. Βαρούσαν ένα ταμπούρλο και η αρκούδα χόρευε. Συνήθως οι Αρκουδιάρηδες μαζί με την αρκούδα είχαν και μια μαϊμού, την οποία ως επί το πλείστον την έλεγαν Μάρω και συμπλήρωνε την παράσταση. Ο Αρκουδιάρης έκανε διάφορες ερωτήσεις και η Μαϊμού έκανε διάφορες κινήσεις. Τα συνηθισμένα που θυμάμαι ήταν: Πώς φυλάει ο δραγάτης τα αμπέλια Μάρω; Αυτή ανέβαινε σε ένα ψηλό ματσούκι που κρατούσε αυτός και κοίταζε γύρω-γύρω βάζοντας το χέρι γείσο πάνω από τα μάτια της. «Πώς Στολίζεται η κυρία;» … Αυτή έπαιρνε ένα καθρεφτάκι και έκανε πως φτιασιδώνεται. …. «Πως κοιμάται ο γέρος με τη γριά;» Και έκανε διάφορες επιδείξεις……. «Τι κάνουμε όταν κλέβουμε Μάρω;»….. Κι’ η Μάρω έκλεινε τη χούφτας της και την έβαζε κάτω από τη μασχάλη της …. «Πως αγκαλιάζονται οι Ερωτευμένοι;» … και αυτή αγκάλιαζε τρυφερά το αφεντικό της. Μετά την παράσταση ο αρκουδιάρης έβγαζε δίσκο. Μετά το τέλος της παράστασης έρχονταν οι θεραπευτικές ιδιότητες της αρκούδας, σε όποιους πονούσε η μέση τους . Οι ασθενείς ξάπλωναν κάτω και ο αρκουδιάρης έδινε εντολή στην αρκούδα ν’ ανέβει επάνω του. Η αρκούδα πατούσε στη μέση και ο ασθενής ανακουφιζόταν από το πόνο. Αυτοί έπρεπε να δώσουν έξτρα αμοιβή στον αρκουδιάρη. Μετά την αποχώρηση του αρκουδιάρη από το χωριό οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν γύρω από αυτό το θέμα, αφού άλλος τρόπος διασκέδασης δεν υπήρχε.
Γεωργός βλέπε: Γεωργία Κτηνοτροφία
Δραγάτης
Ο δραγάτης ήταν ένα είδος αγροφύλακα. Ήταν πάντα εποχιακός και σκοπός του ήταν η φύλαξη των αμπελιών την περίοδο της ωρίμανσης των σταφυλιών και μόνο. Η πληρωμή του γινόταν από την κοινότητα ή τους κατοίκους αμπελιών. Σε διάφορα περίοπτα σημεία ο δραγάτης έστηνε τα παρατηρητήρια του, τις «δραγασιές» όπως τις έλεγαν, που ήταν συνήθως πάνω σε ψηλά δέντρα ή τις έστηνε ο ίδιος πάνω σε 4 ψηλές κολώνες από ξύλο για να έχει τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής. Εκείνα τα χρόνια στο χωριό σχεδόν όλη η Γκορτσόραχη και ο Χινόλακας ήταν γεμάτος αμπέλια. Αμπέλια υπήρχαν και προς την Αγία Τριάδα όπως μας πληροφορούν τα διάφορα πωλητήρια συμβόλαια. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει το αμπέλι του. «Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» Ο δραγάτης οπλοφορούσε πάντα και συνήθως είχε μαζί του και ένα ζαγάρι (σκυλί) να διώχνει τις αλεπούδες, τις νυφίτσες, τις κουρούνες και άλλα είδη πτηνών και ζώων που έτρωγαν τα σταφύλια όταν άρχιζαν να μαντεύουν (ροδίζουν). Τότε έριχνε και καμία τουφεκιά για το φόβο των κλεφτών και των άγριων πουλιών που κατά κύματα κατέβαιναν για να φάνε τις ώριμες ρώγες.
Αγροφύλακας
Παράλληλα με του δραγάτη το επάγγελμα ήταν και του αγροφύλακα. Ο αγροφύλακας ήταν επιφορτισμένος για την φύλαξη των αγρών και γενικά των σπαρτών, των κήπων και των λιβαδιών από τις καταστροφές που προκαλούσαν οι τσοπαναραίοι με τα ζωντανά τους σε αυτά. Σε περίπτωση που η ζημιά σε οποιοδήποτε από τα παραπάνω ήταν αυτόφωρη, ο αγροφύλακας εισέπραττε το ποδοκόπι, δηλαδή τα σύλληπτρα. Συνήθως οι αγροφύλακες πληρώνονταν από το ίδιο το χωριό σε είδος και αργότερα από το κράτος και φορούσαν ομοιόμορφες στολές. Μέχρι που αργότερα καταργήθηκε το επάγγελμα τελείως.
Δασοφύλακας
Ο Δασοφύλακας, είχε την ευθύνη φύλαξης του δάσους από την παράνομη ξύλευση του. Σήμερα από όσα γνωρίζω δασοφύλακας στο χωριό δεν υπάρχει. Δασοφύλακες επί των ημερών μου στο χωριό ήταν:Γεώργιος Μανιώτης και ο Γιώργος Λαρίσης….
Ζευγάς
Το επάγγελμα του ζευγά δεν υπήρχε στο χωριό μας ,διότι, όπως είδαμε όλα τα περί του χωραφιού, (οργώματα, σπαρσίματα και άλλες δουλειές του χωραφιού) γινόταν με ίδιες δυνάμεις. Άλλωστε ο ζευγάς για να βάλει τα άλογα ή τα βόδια στο ζυγό ήθελε πληρωμή. Που τέτοια πολυτέλεια!
Βαρελάς-Καδάς:
Και αυτό το επάγγελμα δεν υπήρχε στο χωριό μας, αλλά τα σκεύη που κατασκεύαζαν οι βαρελάδες εκείνα τα χρόνια ήταν συνηθισμένα και ιδιαίτερα χρήσιμα. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε και ένα και δυο ή και τρία ξύλινα δοχεία. Ας πάρουμε για παράδειγμα τους τσελιγκάδες. Χρήσιμα γι’ αυτούς ήταν όλα τα ξύλινα δοχεία.
Για το γάλα
1)Η Καρδάρα για το άρμεγμα των προβάτων και των γιδιών, πρώτη συγκέντρωση της ημερήσιας παραγωγής του γάλακτος.
2)Η Κοπανοκάδη ή Καράμπα, η οποία ήταν στενή κάτω και όσο προχωρούσε το ύψος άνοιγε. Εκεί συγκεντρωνόταν το γάλα, που μετά από μερικές μέρες που θα επερχόταν η ζύμωση (το ξίνισμα), άρχιζε το κοπάνισμα, όπως το έλεγαν, με ειδικό στειλεό που στο τέλος είχε ένα στρόγγυλο διάτρητο ξύλο ή ένα στεφάνι πλεγμένο με ψάθα, φάρδους όσο και ο πάτος της κοπανοκάδης, το τουμπέκι ή ψάθα ή φτερωτή όπως λεγόταν. Το τουμπέκι ή ψάθα με ειδικές κινήσεις μέσα στην κάδη διαχώριζε το βούτυρο, που έβγαινε στη κορυφή του μίγματος, η δε συλλογή του πραγματοποιούταν με μια ειδική σίτα. Το αποβουτυρωμένο υπόλοιπο το έπιναν είτε σαν ξινόγαλα, είτε το έβαζαν στη φωτιά για να πάρει μια βράση και από εκεί το έβαζαν σε μια τσαντίλα για να στραγγίσει ο ορός και να γίνει η μυζήθρα ή το ξυνοτύρι. Ο όρός δε τους γάλακτος μετά την επεξεργασία του, (περιείχε τις υδροδιαλυτές πρωτεΐνες,και τα μέταλλα), δινόταν στα γουρούνια, στα πρόβατα ή στα σκυλιά.
3) Βεδούρα: Ξύλινο δοχείο στυλ κατσαρολιού, που ο τσοπάνης κρατούσε φαγητά κ.ά. αλλά έφτιαχνε μέσα τριψάνα το βραστόγαλα με ψωμί για τον εαυτό του και για τους φίλους του που φιλοξενούσε στη στάνη του.
4) Καδούλα για τη διατήρηση του τυριού ή του τελεμέ
5) Κλειδοπίνακο: Ξύλινο μικρό δοχείο, ευρέως διαδεδομένο και αυτό, στρόγγυλο, που έκλινε αεροστεγώς με ξύλινο επίσης καπάκι, για την συντήρηση του τυριού ή του φαγητού της ημέρας, που έπαιρνε μαζί του ο τσοπάνης ή ο γεωργός στο χωράφι του και ο κάθε στρατοκόπος.
6) Τυροβάρελο Το βαρέλι αυτό ήταν ίδιο με το κρασοβάρελο πομπέ στη μέση αλλά σε μικρότερα μεγέθη που άρχιζαν από 10 έως 50 οκάδες. Το άνοιγμά του δεν ήταν στο πλάι αλλά στο επάνω φούντωμα, το οποίο είχε μια οπή από την οποία έμπαιναν και έβγαιναν οι σφήνες του τυριού, που ήταν κατάλληλα τοποθετημένες, ώσπου να ωριμάσουν μέσα στο γάρο(αλμύρα). Το καπάκι αυτό ήταν κομμένο από το ίδιο ξύλο λοξά (ελλειψοειδώς), για να εφαρμόζει καλά κατά το κλείσιμο και για να μην πέφτει μέσα το καπάκι. Στο καπάκι από πάνω έβαζαν ζυμάρι για αεροστεγή εξασφάλιση. Τυρί έβαζαν επίσης και στο τουλούμι, το τουλουμίσιο όπως λέγεται ακόμη και σήμερα. Το τουλούμι ήταν δέρμα από κατσίκι. Αφαιρούσαν το μαλλί και το γύριζαν ανάποδα, δηλαδή το εξωτερικό γινόταν εσωτερικό και έβαζαν το τυρί με γάρο (αλμύρα)
Του νερού και του κραδιού
6) Φτσέλι, Φτσέλλα. ή Μπαρδάκα: Ξύλινο δοχείο κυλινδρικό, στυλ σημερινού παγουριού, ευρέως διαδεδομένο σε κάθε σπίτι, γεωργό, τσοπάνη στρατοκόπο, που ήθελε το νερό του φρέσκο και δροσερό.
7)Βαρέλα. Η βαρέλα για νερό ήταν όπως το βαρέλι σε μικρό σχήμα βαρελιού των 20-30 λίτρων περίπου, η οποία μπορεί να είχε και κάνουλα ή πύρο για βούλωμα, αντί της πήλινης κανάτας.
8) Βαένι ή Κρασοβάρελο. Τα καλλίτερα κρασοβάρελα ήταν τα δρύινα. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε το κρασοβάρελο του και ανάλογα με την ποσότητα του κρασιού που είχε τη δυνατότητα να αποθηκεύσει ήταν και το μέγεθος τους. Αυτά ξεκίναγαν από 10 οκάδες και κατέληγαν 100, 200, 300 και 500.
9)Τραπεζονιά ή Κάδη Μεγάλο ψηλό ξύλινο δοχείο που είναι φαρδύ στον πάτο του και ελαφρώς στενεύει προς την κορυφή. Χρησιμοποιούνταν ευρύτατα για την συγκέντρωση των σταφυλιών και στη συνεχεία για το πάτημα τους με τα πόδια για να βγει ο χυμός του σταφυλιού. Ο μούστος έμενε στην τραπεζονιά για λίγες μέρες μαζί με τα τσάμπουρα για να πάρει χρώμα. Το βράσιμο τώρα είχε χωρίς χρονοτριβή γινόταν η μεταφορά του στα βαρέλια.
Τσίτσα.
Ήταν ένα είδος ξύλινου παγουριού που έβαζαν μέσα κρασί. Όταν επρόκειτο να γίνει ένας γάμος ο νοικοκύρης έπρεπε να καλέσει τους συγγενείς και φίλους. Αντί για τα σημερινά προσκλητήρια γάμου, γέμιζαν την τσίτσα με κρασί και πέρναγαν από τα σπίτια και τους προσκαλούσαν δια ζώσης να παραβρεθούν στο γάμο των παιδιών τους. Όποιος δεχόταν την πρόσκληση, προς επιβεβαίωση, έπρεπε να πιει από την τσίτσα μια γουλιά κρασί. «Φέρτε μια τσίτσα με κρασί και αφήστε με να κλάψω….» λέει κάποιο λαϊκό τραγούδι.
Καλαθάς, Καλαθοποιός ή καλαθοπλέκτης.
Τεχνίτης που κατασκεύαζε ή έπλεκε, καλάθια, κοφίνια, κόφες, κάνιστρα, πανέρια, γαλίκια και μπουγαδοκόφινα, από λυγαριά, ιτιά ή από καλάμι. Η χρησιμότητά τους υπήρξε σημαντική για τα ευαίσθητα προϊόντα που έπρεπε να μεταφερθούν σε αποστάσεις ή να αποθηκευθούν με ασφάλεια. Υπήρξαν βιοτεχνίες που ασχολήθηκαν για αρκετά χρόνια με την καλαθοποιία.
Τέτοιοι επαγγελματίες στο χωριό ήταν πάρα πολλοί. Αλλά και ο καθένας που είχε την επιδεξιότητα, έπλεκε από μόνος του τα καλάθια του ή τα κοφίνια, κυρίως στο χωριό γινόταν από καναπίτσα. Το καλάθι πλεκόταν από καλάμι για να είναι πιο ελαφρύ και ήταν μικρότερο από το κοφίνι, το οποίο ήταν πλεγμένο κυρίως από λυγαριά. Πλεκόταν πρώτα ο πάτος και μαζί οι 4 κάθετες κολόνες, πάνω στις οποίες θα πλέκονταν οι οριζόντιες βέργες. Το τελευταίο φινίρισμα στην κορυφή και το χερούλι γινόταν από τις δύο κάθετες κολόνες που επίτηδες είχαν μεγαλύτερο μέγεθος και ήταν η μία απέναντι στην άλλη.
Καλαντζής, ή Γανωτής.
Το επάγγελμα αυτό δεν νομίζω ότι υπήρχε στο χωριό, αλλά τα παλιά χρόνια όλα τα σπίτια ήταν απόλυτα εξαρτημένα από αυτό το επάγγελμα. Τα χάλκινα σκεύη ήταν τα μόνα σκεύη που χρησιμοποιούνταν εκείνους τους δύσκολους καιρούς, αφού δεν υπήρχαν τα σημερινά σκεύη που χρησιμοποιούνται ευρέως, όπως : Το αλουμίνιο, τα πυρέξ, τα ανοξείδωτα, να μην πούμε το πλαστικό που μπήκε γερά στη ζωή μας. Αυτά αντικατέστησαν όλα εκείνα τα σκεύη. Τα μπακιρένια ή τα χαλκώματα ή αγγιά όπως συνήθιζαν να τα λένε, για να διατηρηθούν σε χρήση χωρίς τον κίνδυνο δηλητηριάσεων από το χαλκό, έπρεπε να γανώνονται με κασσίτερο σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Ο γανωτής με ένα τσουβάλι μεγάλο από λινάτσα στον ώμο, έμπαινε στο χωριό φωνάζοντας διαλαλώντας τη δουλειά του «Ο γανωτή.η.ης χαλκώματα γανώνωω ….. ο γανωτής..» Μερικές φορές τα γάνωνε επί τόπου, άλλες φορές τα έπαιρνε μαζί του βάζοντας τα μέσα στο τσουβάλι για να τα φέρει πίσω στην άλλη γύρα που θα ερχόταν στο χωριό. Τα οικιακά χαλκώματα που είχε το κάθε σπιτικό για μαγείρεμα και για να βράζει ή να ζεσταίνει το νερό ή το γάλα, δεν ήταν και λίγα. Πολλά από αυτά υπήρχαν από δύο ή τρία και σε διάφορα μεγέθη και χωρητικότητα. Τα κυριότερα από αυτά ήταν: Ο τέντζερης, το ταψί, ο ταβάς ή νταβάς, το κατσαρόλι, το κακκάβι ή μπακράτσι, το κύπελλο, ο κούτλας, το τάσι, ο μαστραπάς, το μπρίκι, το τηγάνι, το καζάνι, το ρακοκάζανο, ακόμα και η κολυμπήθρα της εκκλησίας και η αγιαστούρα του πάπά χάλκινα ήταν και αυτά. Σήμερα τα περισσότερα από αυτά, αν όχι όλα, κοσμούν τα λαϊκά μουσεία και αρκετές (παραδοσιακές) γωνιές σε σπίτια.
Τα υλικά που χρησιμοποιούσε ο γανωτής ήταν: Ο κασσίτερος, ή το καλάι, το Υδροχλωρικό οξύ ή το σπίρτο, ακατάσβεστο για την απαλλαγή του χαλκώματος από κάθε ξένη βρωμιά ή το κατασβησμένο βιτριόλι που η αραίωσή του γινόταν με ένα μέρος μολυβδότσιγκο, ένα μέρος νερό και τέσσερα μέρη βιτριόλι.
Αυτό το διάλυμα χρησίμευε σαν πρώτο υπόστρωμα. ή σκουριά, πριονίδι και φύλλα του κασσίτερου. το νισαντίρι (χλωριούχος ψευδάργυρος), άμμος ψιλή, φύλλα χαλκού για μπαλώματα ή και για τυχόν νέα χαλκωμάτων. Απαραίτητα ήταν και κάποια εργαλεία ενδεικτικά αναφέρω: Απαραίτητο το καμίνι με το φυσηρό, ένα βαρέλι με νερό, σιδηροστιά, τσιμπίδες διάφορες, ποικιλία σφυριών, ξύλινα σφυριά, Ζουμπάδες, ψαλίδια μικρά μεγάλα για το κόψιμο των φύλλων χαλκού που θα έβαζε στα μπαλώματα κ. ά
Κανατάς.
Ο μπάρμπα Γιάννης ο κανατάς είναι γνωστός ανά το πανελλήνιο και όλοι μας λίγο πολύ τον σίγο-τραγουδήσαμε. Οι πήλινες Κανάτες ή Στάμνες ή λαγίνια ή λαϊνια όπως τις λέγαμε, ήταν δουλειά του αγγειοπλάστη. Τέτοιους επαγγελματίες στο χωριό δεν είχαμε, αλλά είχαμε όλοι στάμνες- κανάτες-λαγίνια για δροσερό νερό. «Σαν πας Μαλά..Μαλάμω μ’ για νερό και ‘γω στη βρύση καρτερώ να σου τσακί.’ τσακίσω το σταμνί να πας στη μάνας αδειανή» λέει κάποιος λαϊκός βάρδος.
Καρεκλάς.
Και αυτός όπως και τόσα άλλα επαγγέλματα έτσι και το επάγγελμα του καρεκλά ήταν από τα περιοδεύοντα στα χωριά. Συνήθως αυτοί οι περιοδεύοντες ήταν επισκευαστές, επιδιορθωτές των παλαιών και φθαρμένων καρεκλών. Για καινούριες έδιναν παραγγελίες . Οι καρέκλες στη εποχή μας ήταν κυρίως ψάθινες. Οι ψάθινες καρέκλες αντικατέστησαν ξύλινα σκαμνιά και ξύλινα παγκάκια. Σήμερα οι ψάθινες καρέκλες είναι ασύμφορες γιατί από την μια μεριά δεν υπάρχει το ψαθί και το καλάμι, από την άλλη δεν υπάρχουν τεχνίτες. Άλλωστε οι σημερινές καρέκλες είναι πολλών ειδών και πολύ βολικότερες.
Κουρέας
Το επάγγελμα του κουρέα ήταν ένα από τα πιο επικερδή επαγγέλματα, αλλά με την παρουσία της γυναίκας στο χώρο των οργανωμένων κομμωτηρίων βαίνει προς εξαφάνιση. Τα σημερινά κουρεία δεν έχουν την αίγλη των παλιών, όπου γινόταν μεγάλες συν αθροίσεις των κατοίκων και αποτελούσαν κέντρα ενημέρωσης για τα κάθε λογής κουτσομπολιά και συμβάντα στο χωριό από τους λαλίστατους κουρείς, ενώ περίμεναν τη σειρά τους. Τότε εκτός από το κούρεμα και το ξύρισμα έστω και μια φορά την εβδομάδα γινόταν από τον κουρέα. Μετά ήλθε η μόδα των μακριών μαλλιών και της γενειάδας,. Οι δουλειές μειώθηκαν, αφού οι νέοι στράφηκαν στις κομμώσεις της μόδας. Το σημερινό κουρείο δεν έχει μεγάλη διαφορά από τα κουρεία των αλλοτινών χρόνων. Συχνές ήταν οι συζητήσεις στο χωριό, ότι οι κουρείς έβγαζαν παλιότερα και δόντια, όταν αυτά πονούσαν.Οδοντίατρος της πρώτης ανάγκης.
Ο Κουρέας φορούσε πάντα την άσπρη του μπλούζα.
Τα έπιπλα του κουρείου ήταν οι καρέκλες, κάποιος καναπές για να κάθονται οι πελάτες, οι κρεμάστρες για τις πατατούκες και τις τραγιάσκες, ένας μεγάλος καθρέπτης μπροστά στο οποίο γινόταν το κούρεμα, μια πολυθρόνα που ανασηκώνονταν ανάλογα, δυο τραπέζια ή κομοδίνα με συρτάρια για τις πετσέτες ένθεν και ένθεν του καθρέπτη, για να έχει ο κουρέας πρόχειρα τα υπόλοιπα εργαλεία του. Το πολύ δυο κουρευτικές χειροκίνητες μηχανές την ψιλή, τη μεσαία και τη χοντρή, 2 ξυράφια λεπίδες, ακονιστήρι, για το τρόχισμα των ξυραφιών και ένα ειδικό δέρμα για το φινίρισμα της κόψης των ξυραφιών, κύπελλα και πινέλα για τη σαπουνάδα, χτένες διάφορες, βούρτσες για να διώχνουν τις τρίχες από τα ρούχα και τον αυχένα, βούρτσες ξεσκονίσματος, τάλκ, κολόνιες, στύψη, για να σταματάει το αίμα, όταν κοβόταν κάποιος, διάλυμα σουμπλιμέ για αποστείρωση των ξυραφιών, βαμβάκι, μπριγιόλ για τα μαλλιά, μαντέκα για το μουστάκι και μουστακοδέτες Απαραίτητο και το καμινέτο για το ζέσταμα του νερού.
Κουρείς στο χωριό ήταν: Ο Ιωάννης Καραγκούνης και ο Ιωάννης Μακρής που το μαγαζί του δευτέρου ήταν λίγο από όλα, καφενείο, λίγα είδη μπακαλικής και κουρείο, Το πρόβλημα όταν πηγαίναμε για κούρεμα ήταν πως οι μηχανές του τα μισά μαλλιά κούρευαν και τα άλλα μισά τα ξερίζωναν
Κτίστης ή τέκτωνας
Όπως γνωρίζουμε ήδη από τα ιστορικά κεφάλαια του παρόντος πονήματος, το χωριό έγινε μετά την απελευθέρωση της Ρούμελής και με την συνθήκη του Λονδίνου. Οι πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή κράτησαν για πολύ καιρό και σχεδόν μέχρι το 1835. Από τη χρονιά αυτή και μετά οι κάτοικοι άρχισαν να προγραμματίζουν το χτίσιμο του σπιτικού τους για να στεγάσουν τις ανάγκες τους.
Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες μιλάνε για κτίστες από την Ήπειρο που κατείχαν την τέχνη κτισίματος της πέτρας. Τα περισσότερα πέτρινα σπίτια αυτής της περιόδου, αλλά και τα μεταγενέστερα είναι πραγματικά αριστουργήματα και άντεξαν μέσα στο χρόνο. Πλινθόκτιστα σπίτια στο χωριό ήταν λίγα, κυρίως οι βοηθητικοί χώροι είχαν αυτή τη δόμηση και ελάχιστα ήταν τα ξύλινα, ένα από αυτά ήταν και το δικό μου που στο πείσμα των Γερμανών το 1943 η προσπάθειά του να το κάψουν απέτυχε.
Ο κτίστης της εποχής αυτής, ήταν αυτός που σχεδίαζε από μόνος του και έκτιζε το κτίσμα, τις αποθήκες και τις μάνδρες. Χρησιμοποιούσε, κυρίως την πέτρα παρμένη από τη φύση. Την πέτρα η φύση στη Γιαννιτσού την διαθέτει απλόχερα. Μεγάλες πέτρες με τη δύναμη της δυναμίτιδας θρυμματίζονταν σε μικρότερες και με ειδική επεξεργασία, λάξευσης από τον κτίστη ήταν κατάλληλες για κτίσιμο. Για το δέσιμο της χρησιμοποιούσε λάσπη με ή χωρίς ασβέστη, στα μεσοδιαστήματα και για σενάζι είχε τις ξυλοδεσιές. Για να συγκρατήσει τα αγκωνάρια τοποθετούσε σίδερα σε σχήμα Τ. Τα αγκωνάρια ήταν μεγάλες πέτρες καλλιτεχνικά λαξεμένες..
Τα βασικά εργαλεία του κτίστη ήταν ένα ζεμπίλι ή μια σακούλα που χώραγαν μέσα το μυστρί, το σφυρί, το χτένι, το ειδικό σφυρί για το λάξευμα της πέτρας, το πηλοφόρι, το νήμα της στάθμης, το αλφάδι, το μέτρο (πασέτο). Η πλίθα ήταν χώμα αναμεμιγμένο με άχυρο και νερό και αφού γίνονταν πηλός την ρίχνανε σε καλούπια και την άφηνα στον ήλιο για μέρες να στεγνώσει. Ήταν υλικό αντισεισμικό όπως έλεγαν.
Το 1857 σταμάτησε η επισκευή του ζχολείου από έλλειψη τεκτόνων.
Σήμερα οι κτίστες στο χωριό είναι:
Ο Γιώργος Λιτοσελίτης, ο Κώστας Μαργαρίτης και ο Χρήστος Μανιώτης
Μαραγκός
Ο μααραγκός, ήταν ο επόμενος μετά τον κτίστη, ο οποίος αναλάμβανε την κάθε κατασκευή που έπρεπε να γίνει με ξύλο στην οικοδομή. Τα (σενάζια) ξυλοδεσιές, που αναφέρεται πιο πάνω, τα κουφώματα, τις πόρτες, τα παράθυρα, τα ταβάνια, τις σκεπές, τις ξύλινες σκάλες, ακόμη και ότι άλλο έπιπλο χρειαζόταν το σπίτι, που σαν πρώτη ύλη είχε το ξύλο ήταν δική του υπόθεση.
Τα εργαλεία του μαραγκού για τη δουλειά του τότε ήταν, τα πριόνια, οι πλάνες, τα σκεπάρνια, τα διάφορα ροκάνια, τα σκαρπέλα, οι διάφορες τανάλιες, τα τριβέλια, οι σφιγκτήρες, διάφορα μεγέθη πρόκας, οι μέγκενες. κ. α
Η καθυστέρηση και η ολιγωρία πολλών μαστόρων εξαιτίας και της δύσκολης και επίπονης δουλειάς που είναι τόσο για τον κτίστη όσο και τον μαραγκό, έφερνε και συνεχίζει να φέρνει σε απόγνωση τις περισσότερες φορές τους ιδιοκτήτες και με αγανάκτηση να λένε «Όποιος δεν έκτισε σπίτι και δεν πάντρεψε κορίτσι, δεν γνώρισε τη ζωή»
Παλαιότεροι μαραγκοί, παρμένοι από τα συμβόλαια, της περιόδου του 1821 και μεταγενέστερα είναι:
Κλασίνας Κώστας του Αθανασίου το 1891 ήταν 26 ετών
Κλασίνας Ταξιάρχης
Γιάννης Δημόπουλος.
Δημήτριος Δημόπουλος
Λαιμαρτζής
Λαιμαριές ίσως να τις έφτιαχναν οι ίδιοι οι σαγματοποιοί και οι σαράτσηδες.
Γιδοβιτσάρης
Ονομασία αυθαίρετη του ατόμου που μάζευε τα μανάρια του χωριού για φύλαξη και για βόσκηση. Από ότι θυμάμαι στο χωριό οι κάτοικοι δεν είχαν μόνο τα μανάρια, που προοριζόταν για σφαγή για τις ανάγκες της οικογένειας, αλλά διατηρούσαν και εκείνα που κρατούσαν στο σπίτι τους για το γάλα και το τυρί των παιδιών τους.
Το επάγγελμα αυτό δεν υπάρχει σήμερα ενώ αντίθετα τα παλιά χρόνια ήταν ένα επάγγελμα που εξυπηρετούσε όλα τα σπίτια του χωριού που διατηρούσαν οικόσιτα μανάρια. Η συγκέντρωση όλων ή μερικών ζωντανών από έναν υπεύθυνο για τη βόσκηση την ονόμαζαν γιδοβίτσα.
Την δουλειά αυτή αναλάμβανε ένας από τους κατοίκους του χωριού ύστερα από συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες των ζωντανών και ανάλογα με τον αριθμό που είχε το κάθε σπίτι καθορίζονταν και το τίμημα, το οποίο θα ήταν σε χρήμα ή σε είδος. Οι ιδιοκτήτες ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν τα ζωντανά τους σε συγκεκριμένο σημείο και σε ακριβή ώρα.
Η επιστροφή των μαναριών στο χωριό γίνονταν πριν από τη δύση του ήλιου. Αυτά χωρίς καμιά ιδιαίτερη καθοδήγηση κατευθύνονταν από μόνα τους στο σπίτι τους ενώ ο γιδοβιτσάρης τα σαλάγαγε μέσα από τις ρούγες.
Όσοι είχαν περισσότερα σε αριθμό ζωντανά και δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν, τότε τη δουλειά της φύλαξης και της βοσκής την αναλάμβαναν τα παιδιά, σε βάρος του σχολείου.
Στην εποχή μου Μανάρας-Γιδοβιτσάρης, ήταν ο Ζωβοϊλης Ιωάννης (Σαμουήλ) και η γυναίκα του
Μιταφιτζής ή Μιταφτσής
Κατά τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη: Πλέκτης σχοινιών και τριχών για καλύμματα για μουλάρια από τρίχες αιγός. Το επάγγελμα αυτό το κατείχε ο παρακάτω συμπατριώτης μας και αναφέρεται σε συμβόλαιο αγοραπωλησίας αμπελιού το 1843, από τις θυγατέρες του Δ. Κεφαλά από τη Γιαννιτσού προς το Ν Κεχαγιά μισταφιτζής το επάγγελμα.
Μπακάλης
«Παντοπωλείο» «Εδώδιμα και αποικιακά» Ήταν οι λέξεις που φιγουράριζαν στα παλιά καλά παντοπωλεία. Και δεν είναι υπερβολή, στο χωριό μας τα παντοπωλεία της εποχής εκείνης είχαν απ’ όλα. Είναι δύσκολο κανείς να τα απαριθμήσει όλα. Στα μικρά αυτά καταστήματα χώρούσαν τα πάντα. Από τετράδια, μολύβια, μπογιές, χαρτοφάκελα, νήματα ρύζι, όσπρια, ζάχαρη, πρόκες, καρφιά, ζυμαρικά, πιπέρι αλάτι, γραμματόσημα, λάδι, πετρέλαιο, ξύδι, τσίπουρο, κρασί, ούζο, λάμπες, λαμπόγυαλα, μπαχαρικά, τσάι, τσάι του βουνού, κουβαρίστρες, σπάγκους, σακοράφες, τσακμάκια, τσακμακόπετρες, φυτίλια, ασετιλίνη και τόσα άλλα τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Οι περισσότεροι μπακάληδες στο χωριό εκτός του ότι είχαν τα πάντα, σερβίριζαν, καφέ, κρασί, τσίπουρο, ούζο και τα Σάββατα έσφαζαν και κανένα ζωντανό, πούλαγαν το κρέας και έφτιαχναν και κανένα κοκορέτσι αλλά και σπληνάντερο.
Το μπακάλικο ήταν σχεδόν κέντρο διερχομένων και ο μπακάλης πηγή πληροφόρησης των συμβάντων τόσο στο χωριό όσο και στα περίχωρα.
Οι γραφικοί και καλοκάγαθοι αυτοί χαρακτήρες έχουν σήμερα εκλείψει. Τους έφαγε η τεχνολογία και τα Σούπερ- Μάρκετ. Αυτοί χωρίς κομπιούτερ, χωρίς μηχανοργάνωση, ήξεραν τις θέσεις των κάθε λογής εμπορευμάτων που υπήρχαν μέσα στον περιορισμένο χώρο τους.
Τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του χωριού ήταν κάποιοι που δήλωναν σαν επάγγελμα έμπορος και μπορεί να ασκούσαν γενικό εμπόριο. Τα παρακάτω ονόματα είναι μόνο, ένα μικρό δείγμα και είναι παρμένο από τα διάφορα συμβόλαια που βρίσκονται στα χέρια μου και τους εκλογικούς καταλόγους.
Κοτρότσος Γεώργιος (έμπορος και ζωέμπορος)
Τσάκας Γεώργιος, έμπορος
Στεργιόπουλος Γεώργιος και Κωνσταντίνος
Χατζής Γαλής, έμπορος
Κουμπαράκης Γιάννης, έμπορος
Παπαιωαννίδης Κωνσταντίνος, έμπορος και κτηματίας.
Μεταγενέστεροι μπακάληδες του χωριού ήταν:
Ντρούκας Γεώργιος
Μακρής Ιωάννης (που περισσότερο το είχε ως καφενείο και κουρείο και λιγότερο είδη μπακαλικής)
Καρκάνης Νίκος, (έφυγε πριν τον πόλεμο στη Αμερική)
Λυκοτσέτας Αχιλλέας, (σήμερα το διατηρεί ο γιος του Δημήτρης)
Ντουζγος Ιωάννης (Τρικέρης)
Μαργαρίτης Ιωάννης (Μπλουγούρας).
ΜυλωναςΥπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο που αναφέρεται στους μύλους της Ρούζιας «Μύλοι και Μυλωνάδες»
Νεροτριβή-Μαντάνι
Τα σκουτιά και τις βελέντζες τις πήγαιναν για μαντάνισμα στο Σμόκοβο.
Νεροφόρος ή Νεροκράτης,Υδρονομέας
Όταν το νερό, το θείο αυτό δώρο ήλθε στο χωριό, προέκυψε η ανάγκη να μπει κάποια σειρά στο πότισμα των περιβολιών από το πλεονάζον νερό που κυλούσε στα αυλάκια των δρόμων. Οι χωριανοί σοφά «ποιούμενοι» τους θερινούς κυρίως μήνες διόριζαν έναν από τους συντοπίτες τους, για να βάλει την αράδα του ποτίσματος των περιβολιών τους για να μην υπάρχουν προστριβές μεταξύ τους.
Ρακαριό Ή καζαναριό
Διαβάζοντας κανείς τα διάφορα συμβόλαια των αγοραπωλησιών των πρώτων χρόνων της ίδρυση του χωριού διαπιστώνει αβίαστα ότι στο χωριό υπήρχαν πολλά αμπέλια και σε πολλά σημεία. Κυρίως: Αγία Τριάδα, Χούχου, Βρομόθερμα, Βαρκά Χινόλακα και Γκορτσόραχη. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν το χωριό να έχει τα δικά του αποστακτήρα (καζαναριά), τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Το τσίπουρου και το οινόπνευμα, έδωσε έσοδα στους κατοίκους και είχαν αναπτύξει ένα ουσιαστικό εμπόριο. Υπάρχουν πολλές έγγραφες διαμαρτυρίες της κοινότητας αλλά και ομάδων κατοίκων της Γιαννιτσούς, πότε για τη φορολογία και πότε για την τιμή του οινοπνεύματος.
Ο τρόπος παρασκευής και διακίνησης είναι ο ίδιος ακόμη και σήμερα. Μετά τον τρύγο και το πάτημα των σταφυλιών όλα τα τσάμπουρα μαζεύονταν στην κάτω «Κοτσίλω Βαρκά» όπου υπήρχαν τα καζαναριά και περίμεναν την ωρίμανση για να μπουν στην διαδικασία της απόσταξης. Μια διαδικασία που δεν έχει αλλάξει τρόπο εδώ και πολλά χρόνια. Χρειαζόταν και χρειάζεται και σήμερα άδεια του κράτους για να λειτουργήσει η απόσταξη τσίπουρου, είτε αυτό γίνεται από την κοινότητα είτε από ιδιώτη.
Ράφτης
Από ότι θυμάμαι την εποχή που το χωριό βρισκόταν σε μεγάλη πληθυσμιακή έκρηξη υπήρχαν αρκετή ράφτες που έραβαν παντελόνια και σακάκια από σκουτιά και φτηνό βαμβακερό ύφασμα το ντρίλι. Η συναλλαγή σπάνια γινόταν με χρήματα, γιατί αυτά ήταν είδος σε ανεπάρκεια, γι’ αυτό η πληρωμή γίνονταν με σιτάρι ή καλαμπόκι. Στο χωριό όπως αντιλαμβάνεται κανείς η ραπτική δεν ήταν κανένα προσοδοφόρο επάγγελμα και τούτο γιατί τα ρούχα της εποχής εκείνης δεν αντικαθιστούνταν με μεγάλη ευκολία. Τα ντρίλινα και τα σκουτίσια ρούχα καθώς και οι πατατούκες έπρεπε να λιώσουν εντελώς για να πεταχτούν, τα δε μπαλώματα ήταν το ένα πάνω στο άλλο. Τα εργαλεία του ράφτη δεν ήταν πολλά .Οι βελόνες διαφόρων μεγεθών, ψαλίδια ένα μικρό και ένα μεγάλο, η μεζούρα, ο ξύλινος πήχης, ένα σίδερο με κάρβουνα για το σιδέρωμα των υφασμάτων, κουβαρίστρες, καρούλια, δακτυλήθρα για να μην τρυπάνε τα χέρια του. Το σκουτί ήταν ένα πυκνό ύφασμα περασμένο από το μαντάνι.
Γνωστοί Ραφτάδες του χωριού ήταν:
Ιωάννου Κώστας του Μαργαρίτη το 1891 ήταν 25 ετών
Καλτσάς Ταξιάρχης του Δημητρίου το 1891 ήταν 25 ετών
Κουλουμπής ή Κολούμης Δημήτριος του Θεοφάνη το 1891 ήταν 26 ετών
Κώστας Μανιώτης,
Γιάννης Μανιώτης (Ρέφας).
Δημήτριος Μπακαλώνης
Καπάς ή καποράφτης
Παράλληλα με τον ράφτη στο χωριό και γενικά στην Ελλάδα ήταν ο καπορράφτης ένα επάγγελμα από αρχαιοτάτων χρόνων που ήκμασε στην Ελλάδα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, γιατί η κάπα ήταν το ένδυμα του ορεσίβιου, του τσοπάνη, αλλά και κάθε ανθρώπου που ήταν αναγκασμένος να βρίσκεται έξω στην ύπαιθρο. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε σπιτικό που να μην είχε την κάπα του. Τσέλιγκες, τσελιγκόπουλα και τσελιγκοπούλες, φορούσαν με καμάρι τις γαϊτανωμένες κάπες τους, ακόμη και ο στρατός τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης, (συμπλήρωμα, κυρίως για τα χειμωνιάτικα βράδια), ήταν για να προφυλάσσονται από τα κρύα. Το ύφασμα της κάπας δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση για να φτάσει στα χέρια του επιδέξιου καποράφτη. Περνούσε από μια σειρά από διαδικασίες όχι εύκολες, όπως το κούρεμα των γιδιών (το τραγόμαλλο), το γνέσιμο, η ύφανση, η ντρεστίλα και μαντάμιασμα.
Υπήρχαν δυο ειδών κάπες.
α)Το κοντοκάπι που είχε την κατσούλα ενσωματωμένη και το μάκρος της ήταν μέχρι γύρω από τα γόνατα, ήταν στενή, είχε μανίκια και στα πλαϊνά είχε δυο ψεύτικες τσέπες για να περνάνε τα χέρια μέσα, να μην κρυώνουν.
β)Η μακριά κάπα ήταν φαρδιά και ριχτή στους ωμούς σαν μπέρτα, και το μάκρος της έφτανε λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Δεν είχε κατσούλα αλλά είχε ραμμένα δύο κομμάτια ύφασμα που κρέμονταν στις ωμοπλάτες και όταν οι περιστάσεις το καλούσαν κούμπωναν πάνω από το κεφάλι. Δεν είχε ψεύτικές τσέπες, αλλά στο εσωτερικό μέρος κοντά στη μασχάλη είχε μια τσέπη για να βάζει ο τσοπάνης ή ο κάθε εξωχίτης την ίσκα, τον πυριόβολο και το τσακμάκι για να μην βρέχονται και να είναι εύκαιρα να ανάβει τη φωτιά.
Τόσο η μεγάλη κάπα όσο και το κοντοκάπι, ολόγυρα όπου υπήρχε το τελείωμα ή κάποιο κόψιμο του υφάσματος όπως οι ψεύτικες τσέπες από το κοντοκάπι, γίνονταν το λεγόμενο «γαϊτάνωμα». δηλαδή το κέντημα, όπως η γιρλάντα..
Το κέντημα αυτό στα επιδέξια χέρια του καποράφτη έδιδε μια μεγαλόπρεπη μορφή στις κάπες. Το λεγόμενο γαϊτάνωμα είχε τρεις έως τέσσαρες σειρές άσπρα χοντρά νήματα (σειράδια) που ράβονταν πάνω στο ύφασμα, (πρόσωπο)και ολόγυρα σε όλα τα τελειώματα και τις έδιδαν μια μεγαλόπρεπη μορφή.
Τα εργαλεία του καποράφτη όπως και του ράφτη δεν ήταν πολλά. Ένα μεγάλο ψαλίδι το λεγόμενο κουροψάλιδο για να κόβει το χοντρό ύφασμα,
ένα μικρότερο ψαλίδι, βελόνες διάφορες και μάλιστα χοντρές και λίγο μακριές για να περνάνε το σκληρό ύφασμα με τα σειράδια, μια μεζούρα, ένας ξύλινος πήχης, δακτυλήθρες μικρές και μεγάλες ανάλογα με το πάχος από τις βελόνες, για να μην τρυπάνε τα χέρια του, νήματα γερά για να κρατάνε το βαρύ και σκληρό τράγισιο ύφασμα.
Στο χωριό μας γνωστοί καποράφτες ήταν:
Κώστας Μαργαρίτης και ο Χρήστος Ζέρβας τον οποίο βοηθούσε, η γυναίκα του και ο μεγάλος γιος του όταν έπεφτε πολλή δουλειά.
Πολλές φορές γίνονταν πολλά ξενύχτια και για να ξεχάσουν την νύστα τους, σιγοτραγουδούσαν ωραία δημοτικά τραγούδια. Ο Μπάρμπα Χρήστος, όπως τον αποκαλούσαν οι τσελιγκάδες, πολλές φορές του έκαναν διάφορα παράπονα, Όπως: Άλλοτε τους έπεφτε κοντή, και άλλοτε, μακριά Είχε πάντα έτοιμη την δικαιολογία. Εάν μεν το παράπονο ήταν γιατί ήταν κοντή, αυτός με πειστικότητα απαντούσε «κοντή είναι; τι τη θέλεις τη μακριά, να σου την παίρνουν τα πουρνάρια;» Εάν το παράπονο γινόταν γιατί ήταν μακριά η κάπα, αυτός απαντούσε: «Μακριά είναι; Έχει κανείς να χάσει από τη μακριά, ακόμα καλύτερα θα σκεπάζεις και τα πόδια σου για να μην βρέχονται και να μην κρυώνουν».
Σαμαράς ή Σαγματοποιός ή Σαράτσης.
Ένα ακόμη παλιό επάγγελμα υπό εξαφάνιση Το εξαφάνισε κι’ αυτό η πρόοδος, το αυτοκίνητο. παρά ταύτα στα χωριά υπάρχουν ακόμη αυτά τα τετράποδα που εξυπηρετούν ανάγκες στην ύπαιθρο. Δεν υπήρχε σπιτικόπου να μην είχε ένα ή δυο ζωντανά για τις ανάγκες του σπιτιού. Τα ζώα,όπως τα λέγαμε , το άλογο, το μουλάρι, το γαϊδούρι, εάν δεν είχαν το σαμάρι τους δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με αυτά οι διάφορες μεταφορές αγαθών και ανθρώπων. Το επάγγελμα του σαγματοποιού μεταβιβαζόταν από το παππού στο γιο και από εκεί στον εγγονό Για να γίνει ένα σαμάρι έπρεπε να υπάρχει σχετική εξειδίκευση. Τα υλικά που έπρεπε να υπάρχουν δεν ήταν πολλά. Τα πιο κατάλληλα ξύλα για το σκελετό του σαμαριού ήταν από πλάτανο, όπως το μπροστάρι, το πιστάρι, (δυο ξύλα που διασταυρώνονταν χιαστί) οι σαμαροπαγίδες, και τα κολιτσάκια. Με αυτά τα ξύλα γινόταν ο σκελετός του σαμαριού οι σαμαροπαγίδες έμπαιναν από δύο στα πλαϊνά και δύο πάνω στη ράχη, όπου κάθεται ο αναβάτης. Το μπροστάρι και το πιστάρι είχαν ανάλογες φωλιές που οι σαμαροπαγίδες περνούσαν μέσα, έμπαιναν και τα κολιτσάκια και έτσι ολοκληρώνονταν ο σκελετός. Για να τελειοποιηθεί το σαμάρι έπρεπε να γίνει και το εσωτερικό που έπρεπε είναι μαλακό για να μην πληγιάζει το σώμα του ζώου από τα ξύλα και από την πίεση του βάρος: Γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν ψάθα χοντρή για γέμισμα δέρμα που θα κάλυπτε το επάνω μέρος, το Σαχτιάνι, όπως το έλεγαν, τέλος το σαμαροσκούτι, ύφασμα γερό που έμπαινε στο εσωτερικό του σαμαριού, που θα έρχονταν σε επαφή με τη ράχη και τα πλευρά του ζώου. Το ολοκληρωτικό τελείωμα γινόταν με την προσθήκη στο σαμάρι τις ίγκλες,(ζώνη του σαμαριού) τα μπαλτίμια (τα πισοκάπουλα ζωνάρια) και η λαιμαριά, άντε και το καπίστρι και το μεταφορικό μέσο ήταν έτοιμο.
Σαμαράδες ή Σαγματοποιοί ή Σαράτσηδες:
Κυρίτσης Δημήτριος του Γεωργίου το 1891 ήταν 27 ετών
Κρανιώτης Χαράλαμπος
Κρανιώτης Δημήτριος του Αθανασίου το 1891 ήταν 24 ετών
Κρανιώτης Σεραφείμ του Σπύρου το 1891 ήταν 31 ετών
Κρανιώτης Σπύρος
Αποστόλου Ευάγγελος (Γιωργαλής) νεώτεροι
Αποστόλου Γεώργιος (Γιωργαλης) »
Τρίγγος Αθανάσιος
Τελάλης.
Ο τελάλης γυρνούσε τις γειτονιές και διαλαλούσε διάφορες ανακοινώσεις των αρχόντων της πόλης ή του χωριού
Τσαγκάρης-Υποδηματοποιός
Μετά το τσαρούχι της λεβεντιάς και της αρχοντιάς των τσολιάδων και γενικά των Ελλήνων, αλλά και την άνθιση του ταπεινού γουρνοτσάρουχου, που φορέθηκε πολύ στις μέρες μου και κράταγε όπως έλεγαν «από την Τρίτη έως την Τετράδι». Οι Έλληνες μετά τον πόλεμο άφησαν τα Πατρπαράδοτα υποδήματα (τσαρούχια και τα γουρνποτσάρουχα) και άρχισαν να ποδένονται με το χειροποίητο παπούτσι, στην αρχή με τα τσόκαρα της κατοχής, έπειτα με παπούτσια από σόλες λαστιχένιες από ρόδες αυτοκινήτου και φόντια τα από το εσωτερικό λάστιχων. Αργότερα οι σόλες από δέρμα αλόγου και τα λινά αντικαταστάθηκαν από βακέτα για σκληρά επαγγέλματα και το μαλακό δέρμα από σεβρό, λουστρίνι αδιάβροχα για τα επίσημα παπούτσια.
Σήμερα η ανάπτυξη της βιομηχανίας εξελίχθηκε τόσο πολύ που το επάγγελμα αυτό τείνει να εξαφανισθεί και μόνο οι μπαλωματήδες μας το θυμίζουν. Από το βιβλίο του Γιώργου Κουτσοκλένη με τίτλο «Φθίνοντα επαγγέλματα» σελίδα 308, αλλά και από δική μου εμπειρία που δούλεψα χρόνια ως μαθητευόμενος Τσαγκάρης, διαβάζουμε ότι Η ιστορία του υποδηματοποιού για τους νεοέλληνες, του τσαγκάρη για τους Βυζαντινούς και του παπουτσή για τους Τούρκους και τους Πέρσες, είναι πανάρχαια.
Απαραίτητος ήταν ο πάγκος του τσαγκάρη σε χαμηλό ύψος για να φτάνουν οι μάστορες και οι καλφάδες καθιστοί στο πάτωμα, όπου βρίσκονταν διάφορα υλικά πρόχειρα. Ο πάγκος ήταν φαρδύς για να δουλεύουν με 4 καρέκλες και για να είναι τα χέρια τους ελεύθερα όταν γαζώνανε. Ένας πάγκος ψηλός όπου ο μάστορας έκοβε τα φόντια, δηλαδή το επάνω δέρμα του παπουτσιού. Μια ή δυο καρέκλες για να κάθονταν κάποιος που θα περίμενε για τα μέτρα ή για να παραλάβει τα παπούτσια του.
Στον πάγκο επάνω υπήρχαν διάφορα χωρίσματα που είχαν διαφόρων λογιών πρόκες, τελάκια, τέγκς διαφόρων μεγεθών, σμπράγκες ειδικές πρόκες για το μαντάρισμα των φοντιών πάνω στο καλαπόδι αφού πρώτα έμπαινε ο πάτος του παπουτσιού, ξυλόπροκες, κερί που κερώνονταν ο σπάγκος ραφής, κερί για το γυάλισμα των τακουνιών, το δε τσιρίσι, ήταν ειδική κόλλα για ν α κολλάνε τη φόδρα με το δέρμα στα φόντια.
Για όσα από τα εργαλεία του τσαγκάρη είχαν κάποιο μάκρος είχαν ειδική θέση και κρέμονταν στις άκρες του πάγκου.
Πολύτιμα ακόμη εργαλεία για τη δουλειά του ο τσαγκάρης είχε, το ακόνι ή λίμα, το μασάτι για το τρόχισμα της φαλτσέτας, τα ειδικά σφυριά, οι ράσπες, ρασάκια για ξυλούρισμα της ξυλόπροκες και της σόλας, ειδικές τανάλιες μανταρίσματος των φοντιώνστο καλαπόδι, τανάλια κόφτης για να βγάζει τις πρόκες, εξολκέας καλαποδιού.
Επάνω στον πάγκο σε συγκεκριμένες θέσεις υπήρχαν: βελόνες διάφορες, τρίχες ειδικές από γουρούνι όπου προσαρμοζόταν σπάγκος λινός για το γάζωμα των βάρδουλων και της σόλας, κατσαμπρόκος, ένα είδος σουφλιού που άνοιγαν τρύπες για τις ξυλόπροκες, σουβλιά διάφορα ίσια και γυριστά που άνοιγαν τρύπες στο δέρμα για να περάσουν εύκολα οι βελόνες και οι τρίχες όταν ερχόταν η ώρα του γαζώματος, μεζούρα για να παίρνουν τα μέτρα (μήκος) και κουτουπιέ του ποδιού.
Σε ένα ράφι υπήρχαν καλαπόδια διαφόρων μεγεθών, τα οποία προσαρμόζονταν με την προσθήκη με διάφορα ξυφαράκια, όπου αυτό απαιτείτο, για να έλθει στα μέτρα του ποδιού το καλαπόδι, πριν τα φόντια θα μαντάρονταν επάνω του. Επίσης υπήρχαν επάνω δυο αμόνια ένα για να γυρίζει τις πρόκες που πιθανόν έβγαιναν στο μέσα μέρος του παπουτσιού, και ένα άλλο για το πιστάρισμα της σόλας. Και τέλος το μαστέλο, δοχείο με νερό, όπου μέσα έμπαιναν τα διάφορα δέρματα για να μαλακώνουν πριν από όποιο πιστάρισμα.
Για να γίνει ένα παπούτσι πρώτα έπρεπε ο πελάτης να το παραγγείλει και στη συνέχεια ο μάστορας να πάρει τα μέτρα στο πόδι αυτού. Κυρίως τα μέτρα γινόταν στο δεξί πόδι. Ο πελάτης πατούσε πάνω σε ένα λευκό χαρτί και ο τσαγκάρης με ένα μολύβι σημείωνε την περίμετρο του ποδιού. Μετά με τη μεζούρα έπαιρνε τα μέτρα του κουτεπιέ*. Στη συνέχεια με βάση αυτών των μέτρων γίνονταν αυξήσεις με προσθήκες όπως είπαμε και παραπάνω στα καλαπόδια για να έλθουν ακριβώς τα παπούτσια στα μέτρα του ποδιού του πελάτη. Ο τσαγκάρης στη συνέχεια έκοβε τα φόντια, δηλαδή το πάνω δέρμα και αφού προσαρμοζόταν και η φόδρα, τα φόντια στέλνονταν για γάζωμα. Ακολουθούσε το κόψιμο της σόλας και του πάτου και μπαίνανε στο μαστέλο. Όταν πλέον το καλαπόδι είχε προσαρμοστεί με τα μέτρα του πελάτη και αφού τα φόντια ήταν έτοιμα άρχιζε η ετοιμασία του παπουτσιού Πρώτα στρωνόταν ο πάτος στο καλαπόδι, μετά γίνονταν το μαντάρισμα του πανωδέρματος (φόντια) με τις σμπράγκες πάνω στο καλαπόδι κι’ όταν αυτό τελείωνε και για τα δύο παπούτσια έπρεπε πάνω στα φόντια και στον πάτο να ραφτούν τα βάρδουλα με το γυριστό κοπίδι. Ο σπάγκος που ραβόταν τα βάρδουλα και η σόλα στη συνέχεια ήταν από λινό. Το σπάγκο με επεξεργασία διπλό ή τριπλό τον περνούσαν με κερί και στις δυο άκρες έμπαιναν τρίχες χοιρινές ή βελόνες. Όσο προχωρούσε το γάζωμα του βάρδουλου πάνω στον πάτο και στα φόντια, προοδευτικά έβγαιναν και οι σμπράγκες, Αφού είχαν πλέον ραφτεί τα βάρδουλα, ερχόταν η σειρά της σόλας. Υστερα από ένα καλό πιστάρισμα ανοιγόταν με την φαλτσέτα ένα αυλάκι στη σόλα γύρω, γύρω για να ραφτεί η σόλα με το βάρδουλο. Όταν τελείωνε το γάζωμα της σόλας, διπλή βελονιά, το αυλάκι αυτό έκλείνε και σκέπαζε το γαζί. Γινόταν τα τελικά κοψίματα σε ό,τι εξείχε και τελικά έμπαινε και το τακούνι και με το λαμπούγιο το τελικό φινίρισμα του τακουνιού και της σόλας.
Τσαγκαράδες στο χωριό ήταν: Ο Ιωάννης Θεοχάρης, ο Γιώργος Παπαντωνίου και ο Νίκος Λιτοσελίτης
Καλφάδες: Ο Θωμάς Ζέρβας και ο Δημήτριος Μπλήτας
*Κου-ντε-πιε
Τσοπάνης ή Ποιμήν: ίδε Γεωργία Κτηνοτοφία
Σιδηρουργός ή Σιδεράς
Τεχνίτης που κατεργάζεται τον σίδερο. Ένα επάγγελμα πανάρχαιο από την ανακάλυψη του σιδήρου και της φωτιάς. Δεν είναι από τα φθίνοντα επαγγέλματα, αντίθετα οι σιδηροκατασκευές μαζί με τις αλουμινοκατασκευές εξακολουθούν να είναι σε ανάπτυξη, μόνο που ο τρόπος άλλαξε και τα εργαλεία που υπάρχουν χρησιμοποιούν σήμερα για την επεξεργασία του σιδήρου και του αλουμινίου διευκολύνουν.
Όλοι ξέρουμε τη σημασία του σιδήρου σήμερα και τη χρησιμότητά του για αυτό δεν θα επεκταθώ σε πολλές λεπτομέρειες, επειδή θα χρειαζόταν πολλή μελέτη και πολλές σελίδες να αποτυπωθούν στο χαρτί. Άλλωστε ο σκοπός του βιβλίου αυτού δεν είναι να διδάξω την τέχνη του κάθε επαγγέλματος. Δεν έχω άλλωστε αυτή τη δυνατότητα. Εδώ απλώς θέλω να περιγράψω τα επαγγέλματα, που ήταν πάρα πολλά στο χωριό τα πέτρινα εκείνα χρόνια της δημιουργίας και της ανοικοδόμησης και να αναφερθώ στους συμπατριώτες μου, που έφυγαν αφήνοντας παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, τον συνεπή τρόπο που άσκησαν το επάγγελμά τους, παρά τις όποιες αντίξοες συνθήκες. Το παλαιό σιδηρουργείο δεν είχε καμία σχέση με τα σημερινά σιδηρουργεία. Έλλειπαν μια πλειάδα από εργαλεία που έχουν τα σημερινά καθώς και τεχνικές.
Οι κατασκευές τους όμως τότε ήταν καλλιτεχνήματα και έχουν μεγάλη συλλεκτική αξία.
Το παλιό σιδηρουργείο είχε την εστία. όπου έμπαινε στη φωτιά ο λιθάνθρακας και τούτο γιατί το είδος αυτό του καυσίμου δίδει πολλές θερμίδες που φθάνει από τις 7,500- 9,600.
Πίσω ακριβώς από την εστία υπήρχε μια χωνοειδής φυσούνα που συνδεόταν με έναν ιμάντα που κρεμόταν μπροστά από την εστία. Ο ιμάντας αυτός ή τριχιά, τραβώντας τον προς τα κάτω, έστελνε αέρα στην εστία και δημιουργούσε φλόγα ανεβάζοντας έτσι τις θερμίδες της φωτιάς, που απαιτείτο για την τήξη των μετάλλων και στη συνέχεια τη συγκόλλησή τους. Συνήθως στο σιδηρουργείο ήταν δύο ο τεχνίτης- σιδηρουργός και ο κάλφας ή βοηθός. Ο βοηθός χειριζόταν τη φυσούνα και ο τεχνίτης με μια μεγάλη τσιμπίδα με ξύλινη λαβή έβαζε τα σίδερα ή το σίδηρο στη φωτιά και όταν αυτό ήταν έτοιμο το έβγαζε από τη φωτιά και το έβαζε πάνω στο Αμόνι για να το μορφοποιήσει στο σχήμα που ήθελε ή να το συγκολλήσει. Τότε ο βοηθός άφηνε τη φυσούνα και έπαιρνε την βοριά. Ο τεχνίτης, ενώ συνέχιζε να κρατά το σίδηρο με την τσιμπίδα στο αμόνι, με ένα σφυρί στο δεξί του χτυπούσε το πυρακτωμένο σίδηρο, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο στον βοηθό του το σημείο που έπρεπε να χτυπήσει δυνατά με τη βαριά, για να πετύχει τη συγκόλληση. Μετά από αυτήν την κοπιώδη εργασία και όταν το σίδηρο έφτανε στη μορφή και στο σχήμα που ήθελε να πετύχει, το βούταγε μέσα σε ένα δοχείο με νερό για να γίνει η βαφή του. Εάν παρ’ ελπίδα δεν πετύχαινε το σχήμα που ήθελε τότε έμπαινε ξανά στη φωτιά και πάλι από τη αρχή. Τα εργαλεία του τότε σιδηρουργού εκτός από το αμόνι το σφυρί, τη βαριά που αναφέραμε πιο πάνω ήταν: το σιδηροπρίονο και το φτυάρι ή φαράσι για το κώκ.
Τα εργαλεία που έφτιαχναν οι σιδηρουργοί ήταν πάρα πολλά:
Κάγκελα, καγκελόπορτες, υνιά, σκεπαρνιές κοσιές, κλαδευτήρες, τσεκούρια, τσάπες, χερούλια για τις πόρτες, τσιμπίδες, σιδεροστιές. πέταλα. Τα σιδηρουργεία τότε ήταν και τα κατ’ εξοχήν πεταλωτήρια, αφού έφτιαχναν οι ίδιοι τα πέταλα.
Σιδηρουργοί εκείνα τα χρόνια ήταν
Ευάγγελος Θεοχάρης ( στο κάτω μέρος της πλατείας)
Θεοχάρη. (Αδελφοί, λίγο πιο κάτω από τη πλατεία.).
Μεταγενέστεροι.
Αθανάσιος Τρίγκος
Αναγνώστου Κώστας
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν και για τα σκίτσα: Βιβλίο “Φθίνοντα Επαγγέλματα” Γ. Κουτσοκλένης
“Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση” , Προσωπικές εμπειρίες