Ληστές, κακούργοι, δολοφόνοι, βασανιστές, εγκληματίες και τόσοι άλλοι χαρακτηρισμοί από τις επίσημες αρχές. Παλληκάρια, ήρωες, ανυπόταχτοι, ελεύθεροι, προστάτες, εκδικητές του άδικου και άλλα από το λαό. Κάπου στη μέση αυτής της αντίθεσης και πλιότερο προς τους λαϊκούς χαρακτηρισμούς, βρίσκεται η αλήθεια.
Θα μου πείτε: «ήρθες εδώ να μας πεις για ληστές;» Ναι, να πω για τους καταγόμενους από τη Γιαννιτσού ληστές και για ληστρικά γεγονότα που έχουν σχέση με την Γιαννιτσού, η οποία είχε την τύχη ή την ατυχία να αποτελεί ένα από τα σημεία από τα οποία περνούσαν καθημερινά ληστές και καταδιωκτικά αποσπάσματα.
Καταγράφονται ονομαστικά κάποιοι ληστές από τη Γιαννιτσού, όπως αυτοί προκύπτουν μέσα από αρχειακές πηγές και κάποια ληστρικά γεγονότα της περιοχής. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί η καταγραφή αυτή ως ολοκληρωμένη, αλλά μόνον ως μια πρώτη καταγραφή αυτών, των κατά την κοινή άποψη «παρανόμων». Μπορεί όμως να θεωρηθεί δεδομένο, ότι οι «παράνομοι», οι «κακοί» έγραψαν και γράφουν την ιστορία. Αν αυτοί δεν υπήρχαν, δεν θα χρειάζονταν τα δικαστήρια, τα συμβόλαια, οι διώκτες τους και τα πλούσια αρχεία που μας άφησαν και βρίσκουμε τόσα στοιχεία.
Η ληστεία στον ελλαδικό χώρο δεν είναι κάτι το καινούργιο. Από τη μυθολογία και το Θησέα που κατατρόπωσε τους ληστές Σίνιν, Σκίρωνα και Προκρούστη μέχρι σήμερα, το «πρόβλημα» υπήρχε και υπάρχει μέσα από τις διάφορες μορφές που έπαιρνε σε κάθε εποχή. Ο Πολύβιος αλλά και ο Αριστοτέλης στην απαρίθμηση των αγροτικών συστημάτων[1] καταγράφουν το ποιμενικό, γεωργικό, ληστρικό, αλιευτικό, θηρευτικό. Στην Σταύρωση του Χριστού επίσης αναφέρονται ληστές.
Πάντα όμως το κράτος, η εξουσία, επικρατούσε και φόρτωνε στους «στιγματισμένους» όλα της γης τα κρίματα και εγκλήματα!!! Μιλώντας για τη ληστεία στον ελλαδικό χώρο, κατά κύριο λόγο, αναφερόμαστε σε μια χρονική περίοδο ενός αιώνα περίπου (1830-1942) που αρχίζει με την σύσταση του ελληνικού κράτους και φτάνει μέχρι το ξεκίνημα της Εθνικής Αντίστασης.
Η πολυθρυλούμενη ελληνική επανάσταση του 1821, ο … αυθόρμητος ξεσηκωμός του ελληνικού λαού κατά των Τούρκων και οι δήθεν αγωνιστές του 1821, αποτελούν έναν μύθο που ήταν απαραίτητος για το στήσιμο του κράτους, αλλά αυτό δεν μετατρέπει τους μισθοφόρους του Αγώνα σε επαναστάτες, σε ελευθερωτές και αγωνιζόμενους για υψηλά ιδανικά. Ο λουφές ήταν στην ημερήσια διάταξη και τα «ηρωικά σώματα των οπλαρχηγών» ήταν –των πλιότερων- οι μετέπειτα λεγόμενες «ληστρικές συμμορίες»!!!
Ο κάθε «οπλαρχηγός-καπετάνιος» -εκτός ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων που απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα- ήταν ο μετέπειτα «καπετάνιος-λήσταρχος» και τα «παλικάρια» οι μετέπειτα ληστές!!! Η εξακολούθηση των εθίμων και συνηθειών ανάμεσα σ’ αυτές τις κατηγορίες-ονομασίες, επιβεβαιώνει τη συνέχεια της δραστηριότητας. Τα θύματα άλλαξαν και οι διώκτες.
Οι Τούρκοι, αδυνατώντας να καταπολεμήσουν το φαινόμενο της ληστείας, νομιμοποίησαν τη ληστεία, χωρίζοντας την επικράτεια σε περιοχές που ονόμασαν «αρματολίκια» και τον λήσταρχο που την εκμεταλλεύονταν «αρματολό». Μέσα στο διαφθαρμένο διοικητικό σύστημα των Τούρκων, όπου κυρίαρχο ρόλο έπαιζε ο ανώτατος και υπέρτατος νόμος το μπαξίσι, οι αρματολοί ήταν οι μόνιμοι τροφοδότες της εξουσίας με τους παράδες που άρπαζαν από τους πολλούς και τους χαίρονταν λίγοι.
Ο δήθεν ξεσηκωμός των ληστάρχων – αρματολών απέβλεπε όχι στην απελευθέρωση της Ελλάδας με την έννοια που γνωρίζουμε, αλλά στην απαλλαγή τη δική τους από την τούρκικη εξουσία, ώστε να καρπώνοται μόνοι τους όσα άρπαζαν, να γλυτώσουν από την καταβολή του μπαξισιού και φυσικά, ο κάθε λήσταρχος – αρματολός ονειρεύονταν την περιοχή του ως ανεξάρτητο κράτος κάτω από την ηγεσία του, με τον ίδιο απόλυτο μονάρχη και εξουσιαστή έμψυχων και άψυχων.
Δεν μπορούσαν να φανταστούν στα 1821, ότι οι ξένοι θα επέβαλαν έναν διαφορετικό τρόπο διοίκησης και λειτουργίας του κράτους, πέρα από τις δικές τους επιδιώξεις. Κι όταν αυτό άρχισε να γίνεται κατανοητό, από τον ερχομό του Καποδίστρια και μετά, ξεσηκώθηκαν κι άρχισαν οι συγκρούσεις μεταξύ τους, πηγαίνοντας ο κάθε αρματολός – λήσταρχος με την πλευρά που κατά τη γνώμη του θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά του. Η εξέταση των γεγονότων της περιόδου 1821-1827 κάτω από αυτό το πρίσμα, αποκαλύπτει του λόγου το αληθές και αιτιολογεί πολλά ανεξήγητα ή παράλογα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Ταυτόχρονα φανερώνει τις αντιθέσεις που υπήρχαν κατά γεωγραφικές περιοχές. Οι περιπτώσεις του Κοντογιάννη και του Δυοβουνιώτη είναι από τις πιο χαρακτηριστικές.
Ο Καποδίστριας, αποβλέποντας περισσότερο στη δημιουργία ελληνικού κράτους, σίγουρα έκανε υποχωρήσεις απέναντι στους ισχυρούς αρματολούς – ληστάρχους. Οι ντόπιοι καπεταναίοι – λήσταρχοι (αυτοί που είχαν πάρει … μέρος στον Αγώνα) ησύχαζαν καθώς ο Καποδίστριας τους παραχώρησε εκτάσεις – τσιφλίκια κάτω από αδιαφανείς διαδικασίες και βρέθηκαν όλοι με τεράστιες κτηματικές περιουσίες, τάχα αγορασμένες από τους ίδιους κατευθείαν από τους Τούρκους πριν το 1830, όταν ακόμα δεν είχε λυθεί το ζήτημα του καθορισμού των συνόρων του νεοσύστατου κράτους!!! Πολύ ριψοκίνδυνοι παρουσιάζονται οι καπεταναίοι-λήσταρχοι στις … αγορές τους!!!
Ως πιο πιθανή εκδοχή φαίνεται ότι το κόστος της αγοράς αυτών των τσιφλικιών, πληρώθηκε από το ελληνικό κράτος και είναι το ποσό που καταβλήθηκε δήθεν για την προσάρτηση της τότε επαρχίας Ζητουνίου στην Ελλάδα!!!
Έτσι οι καπεταναίοι – λήσταρχοι βρέθηκαν με τον καθορισμό των συνόρων να κατέχουν πάνω ή πάρα πολύ κοντά στην οροθετική γραμμή τσιφλίκια: ο Ιωάννης Βελέτζας τη Σούρπη, ο Δήμος Λιούλιας το Λιμογάρδι, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης το Φρατζή, ο Πανουργιάς και η ομάδα του το Αυλάκι, ο Δρόσος Μανσόλας την Αγία Μαρίνα, ο Ευάγγελος Βαλατσός τις Τσοπανλάτες[2], ο Κοντογιάννης όλη τη Δυτική Φθιώτιδα, ο Δυοβουνιώτης τις Βαρδάτες και τα Αλπόσπιτα, ο Ζιάκας και ο Διαμαντής Ολύμπιος το Αχλάδι!!! Τυχαία άραγε γεγονότα;
Οι Βαυαροί του Όθωνα, ήταν οι πρώτοι που έβαλαν σε εφαρμογή την ιδέα της δημιουργίας σύγχρονου κράτους και εκ των πραγμάτων, οι πρώτοι που ήρθαν σε ευθεία και ανοιχτή σύγκρουση με τις επιδιώξεις των καπεταναίων – ληστάρχων. Κι όλα τα παραπάνω, αποκαλύπτονται μέσα από επιστολές των ίδιων καπεταναίων-ληστάρχων, που αργούσαν να … αποκατασταθούν!!! Ο Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος, μετέπειτα μέγας τσιφλικάς στη Φθιώτιδα, βουλευτής και γερουσιαστής, γράφει στις 21 Ιούνη 1831 στον Καποδίστρια:
«Εξοχώτατε Κυβερνήτα!
Όταν είχον εις τον Όλυμπον το καπετανλήκι εφρόντιζον να μη γίνονται καταχρήσεις από τους όντας κατά καιρούς υπό την οδηγίαν μου οπλοφόρους και εφύλαττον αυτούς περιορισμένους εις τα χρέη των.
Αφ’ ου μοι αφηρέθη το καπετανλήκι και μάλιστα με καταδρομήν, όσοι ευρέθησαν υπό την οδηγίαν μου έμειναν αυτεξούσιοι και ο καθείς ηκολούθησεν όποιον δρόμον ηθέλησε.
Εγώ ήλθον εις την Ελλάδα και εις την Σ. Κυβέρνησιν, αν άνθρωποι ανεξάρτητοι κάμνουν καταχρήσεις εις την Τουρκίαν τι προς εμέ;
Αν ειναι νόμοι, να καθυποβάλλουν εις ενοχήν τους αρχηγούς διά τας μετέπειτα πράξεις των όσων ποτέ εχρημάτισαν υπό την οδηγίαν των, εις εμέ αυτοί δεν έχουν καμμίαν ισχύν, διατί εγώ ειμί εις το κέντρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως και οι κακούργοι εις τα βουνά της Τουρκίας …»[3]
Πιο σαφής ο Αθανάσιος Μαλισόβας:
«Προς τον γηνηκόν αρχηγόν της Στεργηας Ελάδος, προσκηνό σας
1836 την 7 Γεναρίου.
Μεγαληότατε πολή κερό έχης οπου ηλθες αυτού κη εγο δεν εμπόρεσα να σου γράψο δηα να μάθης τον κατατρεγμον μου, οπου με κατατρεξαν από την Ελαδα οπου εχο αφηση τεσερα κεφαληα. Ης την Ελαδα περση ηλθα από την οθομανηκήν επηκράτηα κε κατηκησα ης Χαμασκό κε ετρογα με την μανουλα μου κε δεν με αφηκαν στην ησηχηα μου ο κηρηος Κοστας Παλασκας κε ο κηρηος Σκουρνης παρα με σηκοσαν να με στηλουν ης τα Σαλονα ος ληστην κε αφανηστηκα από δηο χηληαδες γροσηα έξουδα. Ληπον, εφκαρηστο τον Βελετζα με το μεβγαλεν, επητας μεβαλεν οδηγον ης την επαρχηαν της Λαμηας κε εφηλαξα οσον εμπορεσα. Ληπον, εάν έκαμα καμηαν αταξηαν, τοτες ημε ενας αντηχρηστος. Εγο γηρευο το δηκηο μου, ο Καρδηκοτης ερχουνταν με χτυπουσε, εγο δεν ηξεβρα το φτεξημο μου, ημε εγο τορα δηα ληστης ης τα γεραματα. Ληπον, στο λεημο να μεχουν η ετηη. Ληπον εάν ημουν ληστης, ημουν ης το οθομανηκον κρατος, οχη στο εληνηκον κράτος, οπου ηνε το σπητη μου. Ληπον, τορα σαν αγαπατε, να μας το δοσετε εμας τους ταθερους από Σουρπη εος το γηοφηρη του Κορακου κελπηζομεν οπου να μην ληψη ουτε κοτα, ομος να ελθη δηαταγμα από το χερη του βασηλεος. Ηχα πονον να σε ανταμονα κε να σου μηλουσα, κε αν εφτεγα τη ζοη μου σου τοκανα κουρπανη της εκλαμπροτη σου. ομος στο λεημο νε μεχουν η ετηη εμενα κε ολη την ορφανηα. Εκλαμπροτατε, επροχθες μηνησες οτη δεν σε γνορησα, με μηνησες οτη γλητονης από εμε, ομος δε σε γνορηζο δηα κακον ανθροπον, παρα σε γνορηζομεν δηα Εληνα της Ελαδος κε σεχομε απανο ης το κεφαλη μας. Ληπον τορα οπος αγαπατε.
Ο κατατρεγμενος της Ελαδος εφπηθητης
Αθανασηος Μαλησοβας»[4]
Δυο καπεταναίοι-λήσταρχοι της Μακεδονίας που ήρθαν στην Ελλάδα να πάρουν τη … δική τους περιοχή, εκεί πάνω στα σύνορα που δεν τη διεκδικούσαν άλλοι!!! Κι από κοντά ο Ευάγγ. Κοντογιάννης, νοιώθει να κινδυνεύει το … αρματολίκι του και γράφει, προφανώς στον Armansperg:
«Εξοχώτατε
Την 29 Φευρουαρίου 1836
Αιγυπτοχώριον Υπάτης
Φθάνοντας εδώ επληροφορήθην από τους εγκατοίκους, ότι μερικοί ταραχοποιοί θέλοντες να κινήσουν τους πιστούς υπηκόους εις αποστασίαν και μην ημπορόντας να πάρουν εις αποστασίαν τους πιστούς υπηκόους του Βασιλέως μας, έβαλαν τους ληστάς και τους καίουν τα χωρία, τους λεϊλατούν, τους χαρατζόνουν, και όσα άλλα κακουργήματα ημπορούν τους κάμνουν, ώστε οπού ερημώθη η επαρχία.
Εψές λαβένω γράμματα τα οποία με γράφουν ότι ο Σωτήριος Στράτος, Νικόλαος Ζέρβας, Πεσλής και Μαλάμος, οι οποίοι συμποσούνται έως εκατόν πεντήκοντα, ως μας γράφουν, ήλθαν εις τα χωρία Καληδρόμης. Έγραψεν ο Σωτήριος Στράτος εις τον Κώστα Γκαραγκούνη, ο οποίος ευρήσκεται εις Βαρμπόπην, να πάρη όσους έχει μαζή του να παγένη εκεί νά ενωθούν. Το ίδιον γράφει και ο Γιολδάσης προς τον Χοσιάδαν. Ακόμη, ως με γράφουν, ο Σωτήριος Στράτος με τους λοιπούς εζήτησαν να έμβουν εις Καληδρόμην. Με το να ήτον ο εθνοφύλακας Πράπας εις την πόλιν, δεν τους εδέχθη. Όθεν εγύρησαν καί έπιασαν τα πλησιόχωρα, Γοργιανάτες και Κρουσκάτες. Ως με γράφουν από Κάψην, αυτοί σκοπεύουν να ελθοῦν εις την επαρχίαν, και να ενωθοῦν με Χοσιάδαν και λοιπούς, οι οποίοι ευρίσκονται υπέρ τους επτακοσίους, Ρωμαίοι και Αλβανοίτες συσωματομένοι και δι’ εσκορπισμένοι εις σώματα.
Και άμα έλαβα αυτάς τάς ειδήσεις αναφέρθην εις τον αρχηγόν Γκάσμεν και εις την Νομαρχίαν, να με διατάξουν να συνάξω όσους έχουν ευχαρίστησιν να χύσουν το αίμα τους υπέρ του θρόνου, και να μου στείλουν και πολεμοφόδια, και αν εισακουσθή η αίτισίς μου, ελπίζω να κάμω το χρέος μου το οποίον έχω να θυσιασθώ διά τον υψηλόν θρόνον.
Ο Μερενδίτης προ ημερών με τους υπό την οδηγίαν του έως διακοσίους, ως με λέγουν, ήλθεν εις τα αντίπερα χωρία του ποταμού της επαρχίας Υπάτης. Και τον έγραψεν ο Γιολδάσης, και λοιποί αποστάτες διά να παγένη να ενωθούν. Και αφ’ ου επληροφορήθην, το έγραψα να τραβήση χέρι να μην ανακατοθή μέ τους ταραχοποιούς και μοι απεκρίθη ως το εσώκλειστον διαλαμβάνει. Ως φαίνεται κατά το γράφην του, είναι αφοσιωμένος εις τον υψηλόν θρόνον.
Ο Μαμούρης έως την σήμερον δεν έφθασεν εις τα εδώ, και ο κόσμος είναι απελπισμένος.
Τώρα όπως το στοχασθήτε καλήτερον ακολουθάτε, διά να ημπορέσωμεν να απαντήσωμεν τους πιστούς υπηκόους από τους κακούς. Και μένω με το βαθύτατον σέβας
Ο εὐπειθέστατος
Εὐαγγέλης Μ. Κοντογιάννης»[5]
Αλλά τι ήταν οι ληστές; Ήταν απόβλητοι της κοινωνίας σίγουρα. Ήταν κυνηγημένα αγρίμια και θηρία, ήταν θύματα, ήταν οι κοινωνικοί δικαστές, οι εκδικητές και αναχωρητές, οι επαναστάτες, οι αναρχικοί της εποχής τους, ήταν μια οργισμένη γενιά; ‘Ηταν εγκληματίες; Ήταν το συμφέρον, η φυγοδικία, ο φόβος, οι απειλές, τα ατομικά πάθη, η εκδίκηση, τα οικογενειακά; Ήταν οι συνεχιστές της κλέφτικης παράδοσης των κλεφταρματωλών; Ήταν τα μέτρα της πολιτείας, η οργάνωση της νομαδικής κτηνοτροφίας και η σύγκρουσή της με τον αγροτικό κόσμο, η ακτημοσύνη και η ανεπάρκεια του γεωργικού κλήρου, η διασπορά του ορεινού πληθυσμού, η οικονομική εξαθλίωση που έσπρωξαν, ιδιαίτερα τους νέους προς τη ληστεία. Ήταν η αναπόφευκτη σύγκρουση της υπόδουλης ελληνικής κοινωνίας με την κοινωνία που προσπάθησε να δημιουργήσει το νέο ελληνικό κράτος; Ή μήπως είναι μια άμυνα της κοινωνίας, που εκφράζεται με το πρόσωπο των ληστών, απέναντι στην αναμφισβήτητη καταπίεση που ασκεί η κεντρική εξουσία στην προσπάθειά της να βάλει τα θεμέλια της βαυαροποίησης αρχικά και της δυτικοποίησης στη συνέχεια του νέου κράτους; Ήταν κακούργοι, δολοφόνοι, κακοί άνθρωποι; Ήταν αυτοί που είχαν γνωρίσει την ατιμία σύγκρομη και μάλιστα με επίσημη μορφή; Τι απ’ όλα; Σ’ όλα αυτά θα μπορούσε κανένας να απαντήσει «λίγο απ’ όλα». Είναι ίσως το πιο κοντινό σημείο των αιτίων της ληστείας που αναπτύχθηκε κείνη την περίοδο.
Η ληστεία στην Ελλάδα είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εδαφική ρύθμιση και την οργάνωση του Κράτους. Το κοινό σύνορο με την Τουρκία και ο τρόπος λειτουργίας του, το σύστημα τα καταδίωξης της ληστείας στις γειτονικές τούρκικες επαρχίες, το νομοθετικό και διοικητικό πλαίσιο της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε για τη καταδίωξη της ληστείας, η κλεφταρματολική παράδοση που συνέχιζε να υπάρχει με τη μορφή της μεγάλης και ισχυρής ομάδας των καπεταναίων της Στερεάς, η πολιτική ανωμαλία που έπαιρνε τη μορφή εξεγέρσεων με επικεφαλής τους καπεταναίους – όργανα των πολιτικών κομμάτων, συνετέλεσαν στην ύπαρξή της.
Κατά τον E. J. Hobsbawn: «Αυτό που έχει σημασία σχετικά με τους κοινωνικούς ληστές, είναι ότι είναι χωρικοί που ζουν στην παρανομία, τους οποίους ο αφέντης και το κράτος θεωρούν εγκληματίες, αλλά που παραμένουν στα πλαίσια της αγροτικής κοινωνίας και θεωρούνται από τους χωρικούς ήρωες, αγωνιστές, εκδικητές, πολεμιστές της ελευθερίας, ακόμα και αρχηγοί απελευθερωτικών αγώνων, και οπωσδήποτε άνδρες που αξίζουν το θαυμασμό και την υποστήριξή τους»[6].
Η διάλυση των ατάκτων έδωσε μεγάλη ώθηση στη ληστεία. Επίσημα το μέτρο αυτό υπαγορεύτηκε από την επιθυμία της δημιουργίας τακτικού στρατού δυτικού τύπου, αλλά υπήρχαν και πολιτικοί υπολογισμοί, καθώς η διάλυση των ατάκτων αφαιρούσε από τα πολιτικά κόμματα ένα από τα ισχυρότερα ερείσματά τους. Θεωρητικά προβλέπονταν η μερική απορρόφηση των ατάκτων στο νεοσύστατο σώμα των ακροβολιστών (ελαφρύ πεζικό) όπου μπορούσαν να ενταχθούν 2000 άτακτοι. Η κυβέρνηση έκανε κάποιες υποχωρήσεις στους ατάκτους ως προς την ενδυμασία και τον οπλισμό. Θα φορούσαν τη παραδοσιακή φουστανέλα, θα έφεραν τα όπλα των ατάκτων με πρόσθετο όπλο το λογχοφόρο τουφέκι, το οποίο όμως ανέτρεπε την πολεμική τέχνη των ατάκτων. Πάντως η διάλυση των ατάκτων θεωρήθηκε από όλους τους μελετητές ως η κυριότερη αιτία ανάπτυξης της ληστείας[7].
Με την άφιξη του Όθωνα στις 25/1/1833 απονεμήθηκε αμνηστία για όλα τα πολιτικά εγκλήματα που είχαν γίνει πριν την άφιξή του. Πέρα όμως από τα διατάγματα αμνηστείας (για ατάκτους που επέστρεφαν από το τουρκικό κλπ) η κυβέρνηση προέβη στην έκδοση νομοθετικών διατάξεων για την τιμωρία των εγκλημάτων κατά της δημόσιας ασφάλειας, πριν ακόμα συνταχθεί και δημοσιευτεί ο ποινικός νόμος.
Στις 18 Φλεβάρη 1833 υπογράφτηκε διάταγμα[8] με το οποίο: Απαγορευόταν η οπλοφορία και οι παραβάτες τιμωρούνταν με τρίμηνη φυλάκιση (άρθρο 1). Ο εξοπλισμός πολιτών με ανατρεπτικούς σκοπούς τιμωρούνταν με θάνατο. Με θάνατο τιμωρούνταν και όποιος έπαιρνε μέρος σε «ενόπλους ή αόπλους συνωμοσίας ή εταιρίας, των οποίων σκοπός ήθελεν είσθαι η διαρπαγή, ο φόνος, ή η ερήμωσις ατόμων ή κοινοτήτων» (άρθρο 2). Με θάνατο επίσης τιμωρούνταν όσοι στρατολογούσαν χωρίς την άδεια της κυβέρνησης, καθώς και οι στρατολογούμενοι με τον τρόπο αυτόν. Με την ίδια ποινή τιμωρούνταν και όσοι οπλαρχηγοί διατηρούσαν τα ένοπλα σώματά τους, μετά τη διάλυση των ατάκτων (άρθρο 3) που είχε προηγηθεί κατά μία βδομάδα[9]. Άδειες οπλοφορίας δικαιούνταν όσοι είχαν ανάγκη να υπερασπιστούν τη ζωή τους ή τη περιουσία τους και που είχαν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Αυτοί που μπορούσαν «ευλόγως» να ζητήσουν άδεια οπλοφορίας, ήταν ποιμένες, κυνηγοί και «οδοιπόροι» καθώς και νέοι «υπηρέται» εμπόρων αφού είχαν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, κάτοχοι δημοσίων θέσεων, κτημάτων ή ποιμνίων (αξίας πάνω από εκατό δραχμές), έμποροι (με εισόδημα πάνω από 400 δραχμές το χρόνο) και δημοτικοί υπάλληλοι (άρθρα 2,3,4,5 και 6).
Ο ποινικός νόμος, που δημοσιεύτηκε στις αρχές του 1834, «Περί ληστείας, εκβιάσεως και δηώσεως της χώρας», έργο του αντιβασιλέα Georg Ludwig Mauer, φέρει τη σφραγίδα των ταραγμένων καιρών της σύνταξης του. Ένοχοι ληστείας ήταν όσοι με τη βία ή την απειλή βίας, οικειοποιούνταν ξένη κινητή περιουσία· όσοι με σκοπό τη ληστεία ήταν εφοδιασμένοι με όπλα και τα μεταχειρίζονταν, καθώς και εκείνοι που οικειοποιούνταν όπλα με σκοπό τη ληστεία και όσοι στερούσαν κάποιον από τα μέσα υπεράσπισης του, διαπράττοντας έτσι ληστεία. Με θάνατο τιμωρούνταν: 1) ληστές που είχαν βασανίσει κάποιον σωματικά για να τον αναγκάσουν να αποκαλύψει κρυμμένη κινητή περιουσία του, 2) ληστές που είχαν σκοτώσει, πληγώσει ή εκθέσει σε κίνδυνο τη ζωή κάποιου ή είχαν ακρωτηριάσει ή προκαλέσει ανίατο σωματικό ή ψυχικό νόσημα, 3) ληστές που είχαν διαπράξει ληστεία χωρίς τη χρήση των όπλων, αλλά οπλισμένοι και 4) κάθε είδους πειρατές.
Με ισόβια δεσμά τιμωρούνταν: 1) οι αρχηγοί ληστρικών συμμοριών που δεν καταδικάζονταν σε θάνατο, 2) ληστές ήδη καταδικασμένοι για ληστεία σε δεσμά, ένοχοι ληστείας που τιμωρούνταν με πρόσκαιρα δεσμά, 3) ληστές που είχαν διαπράξει τρεις τουλάχιστον ληστείες, που η κάθε μία επέσυρε την ποινή των πρόσκαιρων δεσμών και 4) ληστές που είχαν διαπράξει ληστεία οπλισμένοι σε δημόσιους δρόμους ή τόπους. Με πρόσκαιρα δεσμά τιμωρούνταν ληστές: 1) που είχαν δείρει χωρίς να προκαλέσουν σωματική βλάβη, 2) που είχαν διαπράξει ληστεία με την απειλή σωματικής βλάβης, 3) που είχαν εισβάλλει σε κατοικία, 4) μεταμφιεσμένοι, 5) ήδη καταδικασμένοι για ληστεία σε ειρκτή, που τιμωρούνταν για δεύτερη φορά με την ίδια ποινή, 6) που είχαν διαπράξει τρεις τουλάχιστον ληστείες, τιμωρούμενες με ειρκτή η κάθε μία και 7) δύο ή περισσότεροι σε συνεργασία στην ίδια ληστρική πράξη. Με ειρκτή τιμωρούνταν κάθε άλλη ληστεία που δεν ενέπιπτε στις παραπάνω περιπτώσεις.
Ασφαλώς ο δρακόντειος αυτός ποινικός νόμος, συνέβαλε στην σχετική ελάττωση της ληστείας αυτή την περίοδο. Σ’ αυτήν την ελάττωση ίσως συνέβαλε και η σύσταση της χωροφυλακής το καλοκαίρι του 1833.
Όλα αυτά βέβαια, δεν στάθηκαν ικανά να εξαλείψουν το ανήσυχο και ισχυρό στοιχείο των οπλοφόρων της Ρούμελης, των ληστών και των καπεταναίων. Οι κοινωνικές σχέσεις, οι παλιές συνήθειες και οι ζωντανές μνήμες των περασμένων καιρών, οι δεσμοί των κατοίκων, δεσμοί οικονομικοί, οικογενειακοί, ακόμα και ιδεολογικοί, εξουδετέρωναν κάθε προσπάθεια της κεντρικής εξουσίας. Το χειμώνα του 1834 και την άνοιξη του 1835, η ληστεία παρουσίασε μια φοβερή έξαρση και πήρε απειλητικές διαστάσεις με την μορφή πια μεγάλων ληστρικών ομάδων που περιέρχονταν την μεθόριο με μεγάλη προκλητικότητα. Μια έξαρση που δεν στέκονταν σε αρπαγές και απαγωγές, αλλά πήρε τη μορφή της παράνομης φορολογίας και της συστηματικής λεηλασίας. Την εποχή αυτή, ο γνωστότερος λήσταρχος της Φθιώτιδας ήταν ο Αναστάσιος Καλαμάτας από τη Σπερχειάδα, ο οποίος κατά καιρούς διέθετε 200-300 οπαδούς.
Η έξαρση αυτή της ληστείας υποχρέωσε την κυβέρνηση να καταφύγει στις υπηρεσίες του Thomas Gordon, ο οποίος ανέλαβε την διοίκηση των στρατιωτικών δυνάμεων στη Στερεά για την καταδίωξη των ληστών. Τα βαυαρικά στρατεύματα αποδείχτηκαν ανίκανα για την αποστολή τους και γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκαν άτυπα σώματα μισθοφόρων καπεταναίων και ατάκτων με επικεφαλής τον Σπύρο Μήλιο, ΠαπαΚώστα Τζαμάλα κ.α. που πληρώνονταν από τους Δήμους που έδρευαν και οι κάτοικοι υποχρεώνονταν με την απειλή βίας να δίνουν τρόφιμα και στέγη στα κυβερνητικά στρατεύματα, αλλά και οι «μισθοφόροι» να παραπονιούνται ότι δεν πληρώνονταν τακτικά ή και καθόλου.
Τα αποτελέσματα της εκστρατείας του Gordon ήταν ασήμαντα, αφού οι συμμορίες κατέφευγαν εύκολα στο τουρκικό. Όμως ο Gordon έκανε μια μακροσκελή έκθεση στον Armansperg με παρατηρήσεις για τα αίτια της ληστείας και πρότεινε και μέτρα για την εξάλειψή της. Πρώτα – πρώτα πρότεινε την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου στους παραμεθόριους νομούς και την σύσταση στρατοδικείων για την εκδίκαση των υποθέσεων ληστείας. Πρότεινε επίσης τη σύσταση κατασκοπευτικής υπηρεσίας στη Χωροφυλακή που θα ήταν σε στενή επαφή με τον στρατιωτικό διοικητή της περιοχής. Ήταν δε ιδιαίτερα αναγκαία στη Λαμία, που ήταν η «εστία» της ληστείας. Ακόμα πρότεινε να συνοικιστούν υποχρεωτικά οι νομάδες κτηνοτρόφοι, να καταγραφούν οι κάτοικοι στο δήμο της κατοικίας τους και να εφοδιαστούν με διαβατήρια για τις μετακινήσεις τους έξω από τα όρια της επαρχίας που κατοικούσαν. Όσο για την εθνοφυλακή και το ρόλο της, ο Gordon τη θεωρούσε «φυτώριο ληστών». Τέλος πρότεινε τη συγκέντρωση στις παραμεθόριες περιοχές 2400 ανδρών του στρατού, της Χωροφυλακής και της Εθνοφυλακής. Ανταποκρινόμενη η αντιβασιλεία στην πρόταση Gordon ίδρυσε στρατοδικείο στην Υπάτη.
Βέβαια θα ήταν παράλειψη να μην πούμε, ότι η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους είχε –πέρα απ’ την εθνική ελευθερία- ως αποτέλεσμα μια μορφή στέρησης της ελευθερίας, της ελευθερίας της αυτοδικίας που πρόσταζαν τα ήθη και έθιμα όλα τα χρόνια της σκλαβιάς. Δεν μπορούσε με τίποτα ο Έλληνας να δεχθεί να περιμένει το Νόμο να τιμωρήσει αυτόν που τον έβλαψε, την ώρα που είχε μάθει και εφάρμοζε μόνος του το εθιμικό δίκαιο της αυτοδικίας για την τιμωρία του ενόχου. Ιδιαίτερα, όταν αυτό είχε σχέση με την οικογενειακή του τιμή και παράδοση. Από εκεί και μετά, ο μόνος δρόμος, ήταν ο δρόμος της ληστείας.
Στα 1837 αποφασίστηκε ο σχηματισμός «εθνικού στρατού» που θα αντικαθιστούσε τους απερχόμενους Βαυαρούς. Σύμφωνα με τον σχετικό Νόμο, ο νέος στρατός θα σχηματίζονταν από εθελοντές και από «κληρωτούς». Εθελοντές μπορούσαν να καταταγούν όσοι είχαν ηλικία 18-30 χρόνων. Στρατεύσιμοι θεωρούνταν όσοι ήταν ηλικίας 18-24 χρόνων την εποχή της «απογραφής» που διενεργούσαν οι διοικητικές και δημοτικές αρχές στην αρχή κάθε χρόνου. Από τους στρατεύσιμους κάθε χρονιάς υπηρετούσαν για τέσσερα (4) χρόνια όσοι κληρώνονταν από τις δημοτικές αρχές και ο αριθμός των κληρωτών κάθε νομού ήταν ανάλογος με τον πληθυσμό του. Η υποχρεωτική στράτευση απ’ αρχής συνάντησε την αρνητική στάση του λαού. Η 4ετής απομάκρυνση των νέων απ’ τις ασχολίες τους, ήταν ιδιαίτερα έντονη στον αγροτοκτηνοτροφικό πληθυσμό.
Ειδικό διάταγμα[10] καθόριζε τη διαδικασία της σύνταξης των στρατολογικών πινάκων, της κλήρωσης και της αντικατάστασης. Το στρατολογικό πίνακα κάθε Δήμου συνέτασσε ο Δήμαρχος, ο οποίος στη συνέχεια τον κοινοποιούσε στα διάφορα χωριά του Δήμου. Οι εγγεγραμμένοι είχαν το δικαίωμα της ένστασης, προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία, διαφορετικά από εκείνα του στρατολογικού πίνακα σχετικά με την ηλικία τους και τις δυνατότητες εξαίρεσής τους. Τις ενστάσεις εξέταζε 3μελής επιτροπή που διόριζε το δημοτικό συμβούλιο. Για τυχόν επανορθώσεις αποφάσιζε ο δήμαρχος. Τη 18η μέρα από τη δημοσίευση των στρατολογικών πινάκων, άρχιζε η διαδικασία της κλήρωσης, που γίνονταν με ψηφοδέλτια, έντυπα ή γραπτά, καθένα από τα οποία έφερε έναν αριθμό, ίσο με τον αριθμό των στρατευσίμων του δήμου. Ο αριθμός του ψηφοδελτίου, που τύχαινε στον κάθε στρατεύσιμο, καταγραφόταν από το δήμαρχο ή το γραμματέα σε νέο πίνακα, που αποτελούσε πια τον πίνακα των κληρωτών. Όσοι έπαιρναν τους πρώτους αριθμούς, που αναλογούσαν στον αριθμό των στρατιωτών που έδινε ο κάθε δήμος, στρατεύονταν. Οι απόντες κατά την κλήρωση κατατάσσονταν στους νεοσύλεκτους και οι δημοτικές αρχές αναλάμβαναν τη σύλληψη και προσαγωγή τους. Η αντικατάσταση γίνονταν με συμφωνητικό ανάμεσα στον ενδιαφερόμενο κληρωτό και τον προσφερόμενο αντικαταστάτη, ο οποίος έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στους στρατολογικούς πίνακες.
Απ’ όλα αυτά, είναι ολοφάνερο πόσο εύκολα γίνονταν νοθεία, τόσο στην εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, όσο και στους καταλόγους της κλήρωσης, παρά τις τυπικές εγγυήσεις για δίκαιη και ανόθευτη διαδικασία. Οι δήμαρχοι και οι δημοτικές αρχές για πλουτισμό ή κομματικά συμφέροντα μπορούσαν αρκετά εύκολα να απαλλάξουν φίλους και να κληρώσουν «αντιπάλους» ή όσους δεν μπορούσαν να καταβάλουν το τίμημα της απαλλαγής, ένα αντίτιμο που συνήθως καθόριζαν οι ίδιοι.
Έγραφε το 1838, ο Εισαγγελέας Τρίπολης στο υπουργείο Δικαιοσύνης: «Ἀλλά πόθεν ἐγεννήθη ἡ τοιαύτη ἀποστροφή, ἥτις ἔφθασεν εἰς βαθμός ὥστε νά εὔχονται εἰς τά τέκνα των θάνατον οἱ γονεῖς, ἤ κληρουχίαν, καί πώς κατ’ ἀρχάς ὁ Νόμος δέν ἐφάνη τοιοῦτος, ὁποῖος εἶναι καί σήμερον εἰς τήν φαντασίαν τῶν Ἑλλήνων;
Τό ζήτημα λύεται ὁπόταν ἐνθυμούμενος τις, ὅτι οἱ τυραννίσκοι τοῦ λαοῦ της Ἑλλάδος, οἱ Δήμαρχοι, πάντοτε ζητοῦν νά ἀνακαλύψουν πανταχόθεν μέσα τοῦ ν’ ἀναπαύωσι τήν χαμερπῆ αἰσχροκέρδειαν των, ἤ ν’ ἐκδικῶνται τούς ἐναντίους των, καί ἐπιστησάμενος τήν προσοχήν εἰς τόν περί ἀπογραφῆς Νόμον, παρατηρήση ὅτι, μόνον μέσον πρός ἐπιτυχίαν τῶν Δημάρχων ἐγεννᾶτο ἀπό τόν πρός τόν Νόμον μῖσος τῶν Δημοτῶν των, τί ἔκαναν λοιπόν οἱ βδελυροί οὗτοι ἄνθρωποι; Ἀφ’ ἑνός αὐτοί, ἀφ’ ἑτέρου οἱ σύντροφοι τῶν οἱωνδήποτε ὠφελειῶν των, σύμβουλοι, πάρεδροι, γραμματεῖς καί κλητῆρες, διέδωσαν πανταχοῦ ὅτι, οἱ νεοσύλλεκτοι ὑποφέρουν τά μύρια δεινά γυμναζόμενοι, ὅτι διά τό παραμικρόν τί παράπτωμα φονεύονται, ὅτι μένουν πεινῶντες καί διψῶντες καί γυμνοί, ὅτι γυμνάζονται ξυλιζόμενοι ἀπό Εβραίους, καί ὅτι γίνονται Φράγκοι, καί ἀλλαξοπιστοῦν κ.τ.λ., καί οὗτως, ἐμπνεύσαντες πανικόν τρόμον εἰς τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, ἤρξαντο τότε πλαγίως νά προτείνωσι εἰς τούς γονεῖς τῶν στρατευσίμων ὅτι μέ τοιάνδε ἤ τοιάνδε ποσότητα μεταβάλλεται ὁ ἀριθμός πρῶτος εἰς δεύτερον ἤ τρίτον, ἤ ὁ δεύτερος εἰς πρῶτον κ.τ.λ., καί ἐπειδή μόνος ὁ Δήμαρχος ἐγνώριζεν ὁριστικῶς τούς ἀριθμούς τῶν κληρωθέντων, καί ἐτροποποίει οὗτος τόν κατάλογον, καί τόν μετασχημάτιζεν ἀναλόγως τῆς χορηγουμένης ἀπό τόν δεῖνα ἤ δεῖνα ὠφελείας, ἐπέτυχεν τό μέσον τοῦτο οὗτω πώς, ὥστε ὑπήρξε πατήρ, ὅστις ἔδωκεν εἰς τόν Δήμαρχον ὅλην τήν περιουσίαν του, ἤτοι ἕν ζευγάριον βοῶν, διά νά σώσῃ τό τέκνον του, ὑπῆρξε μήτηρ, ἥτις ἔδωκε 200 δραχμάς, διά νά λυτρώσῃ τόν υἱόν της κ.τ.λ. … Ἐπλούτισαν οἱ κύριοι Δήμαρχοι καί λοιποί τύραννοι τοῦ λαοῦ, ἐκορυφώθη καί ἡ ἀποστροφή αὐτοῦ πρός τήν νεοσυλλεξίαν ὅσως ὄχι ἀδίκως»[11].
Την ίδια περίοδο, το 1838, ιδρύεται η Οροφυλακή με οκτώ (8) τάγματα και προορισμό τη διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας και τη φρούρηση των συνόρων. Το 1853 η οροφυλακή και οι ακροβολιστές τέθηκαν υπό δύο αρχηγεία, ένα στην ανατολική Στερεά με έδρα τη Λαμία και το άλλο στη δυτική με έδρα το Αγρίνιο, για να προστεθεί το 1854 και τρίτο με έδρα το Καρπενήσι. Η οροφυλακή υπήρξε κυρίως καταδιωκτικό σώμα και περισσότερο από κάθε άλλο συνδέθηκε με τη ληστεία στη Στερεά.
Ένα άλλο μέτρο του ίδιου χρόνου (1838) ήταν η εκτόπιση των συγγενών των ληστών, στην κρατική προσπάθεια να πληγούν τα ερείσματα των ληστών. Με διάταγμα της 17 Νοέμβρη 1838[12] αποφασίστηκε η εκτόπιση των «συγγενών των ληστών καθώς και των συγγενών των γυναικών των ληστών». Ο τότε υπουργός Εσωτερικών Γλαράκης, είχε προτείνει στην εισήγησή του στο Βασιλιά την εκτόπιση των συγγενών «μέχρι του τετάρτου βαθμού, οσάκις ούτοι είναι βαρέως ύποπτοι». Το αυτό εφαρμόστηκε αρχικά στην Πελοπόννησο και από τις 16 Φλεβάρη 1839 επεκτάθηκε και στη Στερεά. Σύμφωνα με τα διατάγματα αυτά οι ύποπτοι συγγενείς των ληστών της Στερεάς εκτοπίζονταν στη Πελοπόννησο και της Πελοποννήσου στη Στερεά. Με νέο διάταγμα στις 16 Σεπτέμβρη 1839 το μέτρο της εκτόπισης επεκτάθηκε και για τους ύποπτους «επί αποκρύψει ή τροφοδοτήσει ληστών ή αποδοχή ληστευομένων πραγμάτων». Οι ύποπτοι πάλι χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες. Σε «βαρέως υπόπτους» και «ελαφρώς υπόπτους». Οι πρώτοι εκτοπίζονταν όπως οι συγγενείς και οι δεύτεροι στη πρωτεύουσα του νομού. Ύποπτοι θεωρούνταν: «οίτινες μεν είναι εστιγατισμένοι από την κοινήν γνώμην και από τους συμπολίτας των ως τοιούτοι, αλλά δεν υπάρχουν αρκεταί ενδείξεις της ενοχής των»[13]. Με τέτοιες διατάξεις και κριτήρια είναι εύκολο να καταλάβει κανένας ότι ο κύκλος των υπόπτων ήταν τεράστιος, αν σκεφτεί επίσης και την ύπαρξη πολιτικών και προσωπικών παθών στην ύπαιθρο.
Στα αίτια που προκάλεσαν το φαινόμενο της ληστείας, φαίνεται ότι την μεγαλύτερη ευθύνη την φέρνει η πολιτεία. Όχι βέβαια ότι η κοινωνία δεν είχε ευθύνη. Είχε, γιατί η κοινωνία ήταν εκείνη που με τον τρόπο της «έσπρωχνε» τους νέους στη ληστεία. Το πιο απλό παράδειγμα, είναι η απάντηση κάποιου πατέρα για την απόρριψη υποψήφιου γαμπρού του, ότι «αυτός δεν μπορεί να κλέψει ούτε κότα! Σ’ αυτόν να δώσω του κουρίτσι μ’ να π’νάσει;»!!! Όταν η κοινωνία θεωρούσε την κλοπή προσόν, πώς να μην υπάρξουν ληστές;
Ή αν θέλετε ένα άλλο περιστατικό, όταν κάποιος πατέρας παρουσιάστηκε στο δικαστήριο όπου ο γιός του δικάζονταν για κλοπή και υπερασπίστηκε την αθωότητά του με το επιχείρημα «αποκλείεται δικό μ’ παιδί να κλέψει το τσιουκάνι και να αφήσει τη γίδα»!!!
Ο ληστής, ο τυπικός ληστής, δεν ήταν αυτός που πέρασε στη λαϊκή μνήμη όπως τον παρουσίαζαν τα λαϊκά αναγνώσματα, δηλαδή ισχυρός και υπερήφανος. Ήταν νέος και φυγόδικος. Έφευγε από την κοινωνία με μοναδική μέριμνα να διατηρηθεί στη ζωή και μοναδικό σκοπό να επιστρέψει στην κοινωνία.
Βέβαια δεν ήταν μόνο οι συγγενείς που υπέθαλπταν τους ληστές. Όταν ένας βλαχοποιμένας συνελήφθη κατηγορούμενος ότι προστάτευε και έδινε τροφή στους ληστές, είπε στον ανακριτή μια μεγάλη αλήθεια:
«- Το ίδιο είναι. Αν δεν τους δώσεις σφαχτά, τα παίρνουν μονάχοι τους.
– Διαφέρει, απάντησε ο ανακριτής. Τότε όλοι εσείς οι βλαχοποιμένες θα είσθε απηλλαγμένοι από την κατηγορίαν …
– Ναι, απάντησε αμέσως ο βλαχοποιμένας, αλλά εμείς προτιμάμε να μην είμαστε απηλλαγμένοι από τις δικογραφίες σας και τα δικαστήρια και να είμαστε απηλλαγμένοι από του να μας τα παίρνουν διά της βίας. Διότι όχι μόνον θα μας καταστρέφουν, γιατί θα αρπάζουν περισσότερα, ως λύκοι που μπαίνουν στα μαντριά μας, αλλά και η ζωή μας θα κινδυνεύει. Έτσι χάθηκε προχθές ένας πατριώτης μας. Θέλησε να προστατεύσει τα γίδια του, αλλά πήρε ένα βόλι στη καρδιά και μας άφησε χρόνους. Τον ξέρεις, κύριε ανακριτά, τον Τσουλή; Αν τα ‘χεις καλά μαζί του, σου παίρνει ένα-δυό πρόβατα. Δεν τα ΄χεις καλά μαζί του; Είκοσι σφαχτά, λίγα σου λέω, είναι παρμένα το ίδιο βράδι. Έπειτα εμείς αν δεν τα ‘χουμε καλά με δυο ή τρεις ληστάς, υποφέρομε περισσότερο και γι’ άλλον λόγο. Όπως έχουμε στα μαντριά τα σκυλιά μας για τους λύκους, έχουμε και τον προστάτη μας για τους άλλους φυγόδικους. Όλοι θέλουν ζωντανά, αλλά αλλοίμονο εάν πάρουν όλοι από ένα. Διά τούτο έχουμε το Ζάκη ή τον Τσουλή να εμποδίζουν τους άλλους.
Τι να σου κάμουν οι στρατιώτες. Να, είναι τώρα τρεις μήνες που ήλθε στο βουνό ο Τσουλής, αμούστακο ακόμα παιδί και τα ‘βαλε με όλο το απόσπασμα. Που να τον πιάσει; Να σου πω δε κ’ ένα άλλο κύριε ανακριτή; Καλλίτερα είναι να μην μας στέλνουν στρατιώτες. Είμαστε αναγκασμένοι να δίνουμε και σ’ αυτούς από τα καλλίτερα. Άλλος μπελάς αυτός. Αν πάει έτσι η δουλειά, καλλίτερα να μπούνε οι λύκοι μέσα στο μαντρί».
Την περίοδο από το 1839-1848 διάφορα γεγονότα μετατόπισαν ή μάλλον λιγόστεψαν το πρόβλημα. Κατ’ αρχήν υπήρξε το ανατολικό ζήτημα. Ακολούθησε η αναταραχή και εξέγερση της Κρήτης το 1840-1841, η ύπαρξη ένοπλων ομάδων στην ελληνοτουρκική μεθόριο με την ανοχή πολιτικών παραγόντων, έφεραν στην επιφάνεια το πρόβλημα των σκλαβωμένων ακόμα Ελλήνων. Η προσπάθεια ρύθμισης των εμπορικών σχέσεων Ελλάδας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1840, προκάλεσε έντονη αντίδραση του ελληνικού λαού, που τη θεώρησε απομάκρυνση από τα εθνικά δικαιώματα, είχε σαν αποτέλεσμα πέρα από την παραίτηση του πρωτεργάτη της υπουργού Εξωτερικών Κων/νου Ζωγράφου και στην ασφάλεια των παραμεθόριων περιοχών, όπου ήδη είχε αναπτύξει δραστηριότητα ο Βελέτζας, με άγνωστο αριθμό οπλοφόρων, με επαναστατικούς σκοπούς. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι το 1843, οπότε στην μεθόριο παρουσιάστηκαν με τις ίδιες προθέσεις για επιδρομές στο τουρκικό και οι Χρόνης, Μπασδέκης και ο Τσάμης Καρατάσος.
Η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, μαζί με τις συνταγματικές και πολιτικές αλλαγές που έφερε, είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνον να μην μειώσουν τους παράγοντες που γεννούσαν τη ληστεία, αλλά να δημιουργήσουν και άλλους. Ο ανταγωνισμός των κομμάτων, ο νέος ρόλος του βασιλιά, έδωσαν καινούργια ώθηση στη ληστεία. Μία απ’ τις πρώτες κινήσεις των επαναστατών, ήταν να αφήσουν ελεύθερους πολλούς φυλακισμένους, μεταξύ των οποίων και πολλούς ληστές. Στα τέλη του 1843 και στις αρχές του 1844 αυξήθηκε η δραστηριότητα των ληστών, πράγμα που αποδόθηκε σε πολιτικά κίνητρα για να δυσφημίσουν την επαναστατική κυβέρνηση. Ταυτόχρονα όμως η κυβέρνηση αμνήστευσε πολλούς σε σημείο που να δοθεί η εντύπωση ότι τελικός σκοπός ήταν η αμνήστευση όλων των ληστών[14]. Τον Απρίλη του 1844, χαρίστηκε ή ελαττώθηκε η ποινή 174 καταδίκων μεταξύ των οποίων πολλοί διαβόητοι λήσταρχοι και ληστές. Ακολούθησαν αμνηστίες του Καλαμάτα, Γιαταγάνα, Καταρραχιά και άλλων και τον Δεκέμβρη η αμνηστία επεκτάθηκε και στους «οπαδούς των ληστρικών συμμοριών»[15]. Το αποκορύφωμα έγινε με το διάταγμα της 15 Ιουνίου 1844[16] για να επωφεληθούν όσοι δεν πρόλαβαν «ένεκα ανυπερβλήτων και ανεξαρτήτων της θελήσεώς των κωλυμάτων».
Την περίοδο αυτή, 1848 και μετά, πολυάριθμες ληστρικές συμμορίες αλώνιζαν ολόκληρη την Ελλάδα. Κυριότερες ήταν η συμμορία του Καλαμάτα, του Κελεπούρη, του Τάσσου, του Μήχου, του Ζελιναίου, του Αρβανιτάκη, του Αμπλιανίτη, του Κουκουβίνου, του Μπαλάφα, του Δημαρά, του Ξέπαπα, του Καλαμπαλίκη, του Σπαρτανιώτη, του Σταμελογιάννη, του Νέγρου, του Καραμπά, του Κοτρότσου, του Γκόλια, του Μπαρμπιτσώτου, του Χασακή, του Πανουργιά, του Μπελιούλια (Κακαράπη), του Ζαφείρη, του Φουντούκη, του Μαργιώλα, του Αγραφιώτη, του Λύγκου, του Καραχάλιου, του Χειμαριώτη. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο Παρνασσός είχε περισσότερους ληστές παρά χιόνια, όπως έγραφε ο Εντμόντ Αμπού[17].
Κοντά σ’ αυτά θα πρέπει να δούμε τα βαθύτερα αίτια που έσπρωξαν τους νέους στο ληστρικό βίο και όχι μόνον την αιτία που πρωτοβγήκαν «στο κλαρί». Κι αυτά δεν μπορεί να είναι διαφορετικά απ’ αυτά που προαναφέραμε. Ακόμα η φιλοδοξία του ηρωϊσμού που οπωσδήποτε ήταν αναπτυγμένη την περίοδο αυτή και μιάς και το φυσικό περιβάλλον του ηρωϊσμού είναι ο πόλεμος, αρκετούς θα έσπρωξε στο ληστρικό στάδιο. Οι πολυμελείς οικογένειες των αγροκτηνοτρόφων έβλεπαν σε κάποιο βαθμό τη ληστεία σαν τρόπο επιβίωσης και ανεξάρτητα άλλων παραγόντων προέτρεπαν θα ‘λεγε κανένας τα παιδιά τους να γίνουν κλέφτες. Γι’ αυτό πέρα απ’ τη φτώχεια και την ανέχεια, ενισχύονταν κι από κάποιους αρρωστημένους οικογενειακούς εγωισμούς που είχαν αναπτυχθεί σε κάθε οικογένεια προς κάποια άλλη.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι μεμονωμένες περιπτώσεις. Όμως το γεγονός, ότι το 1856 που η Αμαλία είχε αναλάβει την αντιβασιλεία (ο βασιλιάς ήταν στο εξωτερικό για να προωθήσει τις ελληνικές διεκδικήσεις) το ότι το 70% των ληστών ήταν γεωργοί και ποιμένες, είναι χαρακτηριστικό δείγμα απόδειξης των παραπάνω. Πράγματι, τότε η Αμαλία ζήτησε να πληροφορούν οι Εισαγγελείς το υπουργείο Εσωτερικών «περί των αμέσων ή εμμέσων αιτιών διά τας οποίας έκαστος των επί ληστεία καταδικαζομένων επεδόθη εις τον ληστρικόν βίον». Στις 24 Νοέμβρη 1856 ο υπουργός Δικαιοσύνης έδωσε στην Αμαλία την απάντηση ότι το καλοκαίρι του 1856 οι κατηγορούμενοι για ληστεία υπόδικοι ήταν 277. Από αυτούς οι 54 ήταν ποιμένες, οι 52 γεωργοί, οι 30 βιοτέχνες και τεχνίτες, οι 9 στρατιωτικοί, 3 έμποροι και ένας κτηματίας, ενώ για τους υπόλοιπους 128 δεν σημειώνονταν το επάγγελμα του καθένα. Από το σύνολο των καταδίκων οι 148 ισχυρίστηκαν ότι ήταν αθώοι (53,42%) και οι 129 παραδέχτηκαν την ενοχή τους. Από τους 129 απάντησαν ως εξής για τους λόγους που έγιναν ληστές: για συμφέρον 31 (24,03%), εξ αιτίας των επαναστατικών κινημάτων 27 (20,93%), για φυγοδικία 13 (9,30%), από νεανική απερισκεψία 12 (9,30%), για στρατιωτικό 11 (8,52%), παρακινηθέντες από άλλους 11 (8,52%), από φόβο ή απειλές ληστών 6 (4,65%), από συγγένεια με ληστές 4 (3,10%), γιατί ήταν μεθυσμένοι (!!!!) 4 (3,10%), για εκδίκηση 3 (2,32%), επειδή λιποτάχτησαν 3 (2,32%), για να εκδικηθούν ληστές 2 (1,55%) και εξ αιτίας οικογενειακών διαιρέσεων 2 (1,55%).
Ας δούμε όμως μερικές περιπτώσεις ληστών. Η εφημερίδα «Ελπίς» στις 31 Δεκεμβρίου 1851, δημοσιεύει έρευνα ενός συντάκτη της, ο οποίος έγραφε ότι συνάντησε τη συμμορία του Καλαμάτα. Ρώτησε τα 18 μέλη της συμμορίας γιατί έγιναν ληστές. Απ’ αυτά 5 είχαν γίνει ληστές εξ αιτίας των δεινών που πέρασαν οι οικογένειές τους από τα αποσπάσματα κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Τέσσερεις γιατί στρατεύονταν (κληρωτοί) ενώ σύμφωνα με το Νόμο απαλλάσσονταν όπως δήλωσαν. Δυο γιατί είχαν καταδικαστεί σε 3ετή φυλάκιση για λαθραία υλοτόμηση. Ένας γιατί ενώ είχε διαφορές με τον έφορο, σκότωσε το δήμαρχο. Ένας γιατί δεν είχε να πληρώσει στο δημόσιο τους φόρους και οι υπόλοιποι πέντε ήταν «αληθώς κακούργοι» όπως έγραφε η εφημερίδα.
Ο λήσταρχος Νταβέλης, έγινε ληστής γιατί σκότωσε τον πάρεδρο του χωριού, έχοντας την εντύπωση ότι κακώς ήταν γραμμένος ως κληρωτός στους σχετικούς πίνακες. Ο λήσταρχος Τσουλής για λιποταξία. Ο λήσταρχος Παπακυριτσόπουλος για να εκδικηθεί. Ο λήσταρχος Λύγκος για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία. Ο λήσταρχος Σπανός γιατί τον χαστούκισε ο νονός του και τον σκότωσε. Ο λήσταρχος Τσανάκας γιατί τον ενοχλούσε η δουλοπρέπεια της δουλειάς του (ήταν χτίστης). Ο λήσταρχος Πανόπουλος γιατί ξυλοφόρτωσε και ξύρισε με μαχαίρι έναν παπά που ζήταγε προκαταβολικά λεφτά για να θάψει τη σύζυγο του Πανόπουλου. Ανεξάρτητα πάντως απ’ τους λόγους αυτούς, πίσω απ’ όλους κρύβεται μια γυναίκα. Δεν έχει σημασία αν ήταν η σύζυγος του Πανόπουλου, τα κορίτσια που χόρευαν στο Κυριάκι για τον Σπανό, η Αγγέλω για τον Τσουλή, η κόρη του Τραγουδάρα για τον Παπακυριτσόπουλο ή η παπαδοπούλα Φρόσω για τον Νταβέλη.
Ο λαός δέχτηκε τους ληστές με τα υπέρ και με τα κατά τους. Τραγούδησε τα κατορθώματά τους, τα παθήματά τους κι όπως συνήθιζε η λαϊκή μούσα το θάνατό τους. Πολλά τραγούδια αφιερωμένα στους ληστές διασώθηκαν. Οι πιο τραγουδισμένοι, είναι οι ονομαστοί λήσταρχοι (Νταβέλης κλπ). Ένα τέτοιο τραγούδι είναι το δημοφιλές τσάμικο «Παπαλάμπραινα». Είναι ζήτημα αν υπάρχουν ανάμεσα στους πολλούς σύγχρονους εκτελεστές της «Παπαλάμπραινας» κάποιοι που να γνωρίζουν το γεγονός στο οποίο αναφέρεται. Ο παπά-Λάμπρος Ζέρβας ήταν εφημέριος στο χωριό Ρωμύρι της Πυλίας το 1860. Ένας συγχωριανός του, που λεγόταν Σταύρος Φιτσιάλος σκέφτηκε να συνεργαστεί με μια συμμορία για να τον ληστέψουν. Οι ληστές έφτασαν ένα απόγευμα έξω από το χωριό και κρύφτηκαν στα γύρω δέντρα. Δυο από αυτούς επισκέφτηκαν τον παπά-Λάμπρο και του δήλωσαν πως ήθελαν να αγοράσουν από αυτόν ένα βόδι που είχε για πούλημα. Επειδή όμως με τις διαπραγματεύσεις νύχτωσε, ο παπάς προθυμοποιήθηκε να τους φιλοξενήσει στο σπίτι του. Τη νύχτα και ενώ όλο το χωριό κοιμόταν, ειδοποίησαν τους συντρόφους τους οι οποίοι όρμησαν στο σπίτι κι άρχισαν να ψάχνουν για χρήματα. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς, η κόρη του παπά, η Παναγιώτα, κατάφερε να ξεφύγει από το σπίτι κι άρχισε να καλεί σε βοήθεια τα ξαδέρφια της, Γιώργη και Κώστα Ζέρβα. Ξύπνησαν και οι άλλοι χωριανοί κι άρχισαν οι πυροβολισμοί. Οι ληστές έφυγαν χωρίς να πάρουν τίποτε. Καταδιώχτηκαν όμως κι ένας απ’ αυτούς σκοτώθηκε ενώ ένας άλλος τραυματίστηκε.
Στου παπά-Λάμπρου την αυλή, είναι μια μάζεψη πολλή.
Καν’ ο παπάς είν’ άρρωστος, καν’ η παπαδιά πεθαίνει;
Παπαλάμπραινα καημένη.
Ουτ’ ο παπάς είν’ άρρωστος, ουτ’ η παπαδιά πεθαίνει.
Παπαλάμπραινα καημένη.
Οι κλέφτες τους εγδύσανε και τα λεφτά ζητήσανε.
Μια λυγερή εφώναξε, τους κλέφτες τους ετρόμαξε.
Τρέξε Γιωργάκη ξάδερφε, οι κλέφτες μας εκάψανε.
Παράλληλα όμως είναι γνωστά πολλά περιστατικά όπου απλοί άνθρωποι του λαού, πρόδιδαν τα κρησφύγετα των ληστών. Σύμφωνα με τον περί ληστείας νόμο, ληστής που σκότωνε τον αρχιληστήν τύχαινε αμνηστείας, χρησίμευε κατόπιν ως οδηγός των αποσπασμάτων, έπαιρνε την αμοιβή του επικηρυγμένου ληστή καί καταττάσσονταν -αν ήθελε- στον στρατό όπως ο Οδυσσέας Μαυροδήμος, ο οποίος μετά τη δολοφονία του λήσταρχου Πανουργιά, ως οδηγός συμμετείχε στη συμπλοκή του Ζεμενού καί δυο χρόνια μετά τον βρίσκουμε επικουρικό ενωμοτάρχη[18].
Αυτό όμως δεν σημαίνει απολύτως τίποτα και θα μπορούσε να αποτελεί την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Προσωπικά πάθη και αντιδικίες, αλλά κυρίως η κρατική καταπίεση όπως εκφράζονταν μέσα από τις μεθόδους των αποσπασμάτων, ήταν τα κίνητρα που όχι ανάγκαζαν, αλλά υποχρέωναν τους απλούς ανθρώπους του λαού να γίνουν καταδότες και πληροφοριοδότες των διωκτών τους. Άλλωστε τα τόσα σκληρά μέτρα που έπαιρνε κατά καιρούς η κάθε κυβέρνηση, ήταν απόρροια της απήχησης και της υποστήριξης που έβρισκαν οι ληστές μέσα στο λαό. Αν τελικά το πρόβλημα της ληστείας παρέμεινε τόσο μεγάλο και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι την μεγαλύτερη ευθύνη τη φέρνει η κρατική εξουσία και τη λιγότερη οι ληστές και οι περιθάλποντες αυτούς. Η αυστηρότητα ήταν απερίγραπτη και η αναλγησία απέραντη. Χαρακτηριστικό αυτής της στάσης είναι το περιστατικό που αναφέρει ο J. A. Buchon:
«… Ολίγοι λησταί επέζησαν του γενικού κυνηγίου τούτου. Φοβερά τις όμως συμμορία, εκ τριών συγκροτουμένη αδελφών, εματαίωσε πάσαν καταδίωξιν, κραταιά δ’ ενέμενεν εν τοις κρημνοίς του Παρνασσού. Αμοιβή μείζων προεκηρύχθη επί τη θανατώση αυτών, αλλ’ ουδείς ετόλμα να δοκιμάση την κατάκτησιν ταύτης.
Ημέραν τινά ο βασιλεύς Όθων, επισκεπτόμενος τα πέριξ των Δελφών, εκάθητο επί της χλόης, παρ’ εαυτώ έχων τα μέλη της Αντιβασιλείας, πέριξ ομηρικού δείπνου, επί τραπέζης σχηματιζομένης εκ χλωρών κλάδων, ότε παρουσιάσθη ενώπιον αυτού νεανίας ενδεδυμένος και πάνοπλος ως παλληκάρι.
Δασύς και ευρύς μύσταξ εκάλυπτε τα χείλη αυτού, ευμεγέθης δε μάχαιρα κυνηγετική και δύο μικραί πιστόλαι εστόλιζον το σελάχι αυτού. Εν φωνή σταθερά απευθυνθείς προς τον νεαρόν βασιλέα, είπεν αυτώ.
– Βασιληά.
Έδωκες υπόσχεσι να δώσης αμοιβή εις εκείνον που θα σταθή ικανός να Σου φέρη το κεφάλι μου. Να, σου το φέρω εγώ ο ίδιος. Έως την στιγμήν επίστευα ότι ειμπορούσα να εύρω στη ζωή του ληστού δουλειά που να αξίζη με την δύναμί μου, και οι αδελφοί μου επίστευαν το ίδιο καθώς και εγώ. Οι ιδικοί μου μου λέγουν ότι άλλοι καιροί είνε σήμερον και άλλας απαιτούσι.
Φώτισέ με διά τα αγαθά τα οποία μου υπόσχεται ο νέος βίος μας και διά τας υπηρεσίας τας οποίας ειμπορώ να προσφέρω εις την Ελλάδα, την πατρίδα μου, εάν έχω άλλο επάγγελμα. Οι αδελφοί μου αναμένουν στα βουνά το αποτέλεσμα της δοκιμής μου.
Ο βασιλεύς Όθων ήτο ανήλικος. Ακούσας τους υπερηφάνους λόγους του ληστού, εστράφη προς τον αντιβασιλέα Άρμανσπέργκ, ζητών άμεσον την συναίνεσίν του, πρόθυμος να τείνη την χείρα εις το γενναίον παλληκάρι και μεταμορφώση ίσως διά τούτου παλαιόν κλέφτην εις πολίτην έντιμον και ειρηνικόν.
Μία εκ καρδίας εξερχομένη λέξις ήθελε κατακτήσει τον ορεσίβιον άνδρα, και μετά τινος ώρας οι αδελφοί αυτού ήθελον ταχθή υπό την πειθαρχίαν των νόμων. Αλλ’ η λέξις αύτη δεν ελέχθη. Ο Αρμανσπέργκ απεκρίθη ότι θέλει εξετασθή η υπόθεσις και ότι θέλει αποφασισθή τι πρέπει να γείνη.
Το παλληκάρι ωδηγήθη εις την φυλακήν όπως αναμείνη απόφασιν, ήτις όμως διέμεινεν εν προσδοκία. Η αιχμαλωσία κατέστη δυσφόρητος εις τον ορεσίβιον, εδραπεύτευσεν, επανήλθεν εις τα στενά του Παρνασσού, εγνώρισε εις τους αδελφούς αυτού τι είδε, και οι τρεις αδελφοί επανήρχησαν μακρόν και φοβερόν πόλεμον κατά της κοινωνίας ήτις απέκρουσεν αυτούς αντί ν’ ανοίξη προς αυτούς την αγκάλην της.
Μόνον δε αφού επί μακρόν χρόνον κατέστησαν η μάστιξ του τόπου, έπεσαν πολεμούντες. Η νεότης αυτών, η καλλονή των, η ανδρεία των κατέστησαν αυτούς το υποκείμενον τραγουδιών, μελαγχολικώς ψαλλομένων εν ταις καλύβαις»[19].
Η αναγκαστική συνδρομή των κοινοτήτων στους ληστές ή αντιστρόφως, η ευνοϊκή στάση που παρουσιάζουν τα «ληστοχώρια» απέναντι σε ληστρικά φαινόμενα συνιστούν μάλλον επινοήσεις παρά αντιπροσωπεύουν πραγματικότητες. Οι κοινότητες και οι χωρικοί φοβούνται τους ληστές και υπό το κράτος του φόβου τους συνδράμουν. Αλλά είναι αλήθεια επίσης ότι όσο τρέμουν το ληστή άλλο τόσο φοβούνται το κράτος. Μονάχα που με το ληστή μπορούν να συνδιαλλαγούν γιατί προέρχεται από τους κόλπους της κοινότητάς τους ή από αυτόν κινδυνεύουν πιο άμεσα, ενώ απέναντι στο απρόσωπο κράτος και τους μηχανισμούς του λίγες ευκαιρίες συνδιαλλαγής έχουν –χωρίς να παραλείψουμε το γεγονός ότι καμιά φορά δεν αντιλαμβάνονται τη λειτουργία τους-. Οι κοινότητες που βρίσκονται υπό την απειλή των ληστών έχουν ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν και το κράτος που δεν αντιλαμβάνεται ούτε τις ιδιαίτερες σχέσεις με τους ληστές ούτε βεβαίως τους όρους υπό τους οποίους εμπεδώνονται αυτές οι σχέσεις συνεργασίας και αλληλοπροστασίας. Έτσι, «ληστοχώρια» και τσελιγκάτα, συγγενικά δίκτυα και τοπικές αλληλεγγυότητες θα βρεθούν στο στόχαστρο των καταδιωκτικών μηχανισμών, με αποτελέσματα αντίθετα από αυτά που επιδιώκει το κράτος.
Πρόκειται για δυο ασύμβατες λογικές που συγκρούονται στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας. Η μια λογική, φορέας της οποίας είναι οι τοπικές κοινωνίες στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ληστές, εδράζεται στην ισορροπία και την οικονομία αγαθών και ανθρώπων. Η άλλη λογική, φορέας της οποίας είναι το σύγχρονο κράτος, είναι η ενοποίηση του χώρου και των πολιτικών διαδικασιών, ο έλεγχος της επικράτειας και η επιλογή της κρατικής τάξης με κάθε κόστος. Γι’ αυτό και δημιουργείται το παράδοξο, οι τοπικές κοινωνίες, δηλαδή τα θύματα των ληστών, να τους εξυμνούν και να τους προφυλάσσουν, να αναγνωρίζουν στο πρόσωπό τους τον «παλιό καλό καιρό» που έδωσε τη θέση του στην αταξία που αντιπροσωπεύει το σύγχρονο κράτος.
Έτσι θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ληστρικές δραστηριότητες και οι ληστρικές συμμορίες διατηρούν για πολλές δεκαετίες στενούς δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες που τις στηρίζουν και τις νομιμοποιούν. Οι δεσμοί αυτοί εδράζονται κατ’ αρχάς στην τοπικότητα, τα αιματοσυγγενικά δίκτυα και τους μηχανισμούς απειλής/προστασίας που ακολουθούν οι ληστές.
Άλλωστε, η Γιαννιτσού έχει παράδοση στη ληστεία. Γράφει ο Νικόλαος Κασομούλης στο «Ημερολόγιο» του το 1836: «17 Μαρτίου- ημέρα Τρίτη: …………. Εφθάσαμεν περί τας 5 μ.μ. εις Γιανσιού ηύραμεν τον υπομοίραρχον Βασίλη[20] …… εις τον Στρατώνα και ετραβήξαμε διά τα Καλύβια. Οι Γιανσιώται όλοι τες φαμίλιες των τες είχαν διαβάσει εις το χωρίον Γιασνσιού να προφυλαχτούν υπό τη σκιάν των Τούρκων. Αυτού εις τα Καλύβια[21] από τον Αναγνώστην[22] επληροφορήθημεν, ότι είναι 15 λησταί Γιανσιώται ομού με την συμμορίαν του Χοσιάδα και Χαμχούγια».
Ήταν 1 Φλεβάρη 1855. Συμμορία οκτώ ληστών καταδιώκεται από στρατιωτικό απόσπασμα και επιχειρεί να περάσει στο τουρκικό από τη Γιαννιτσού. Για να σιγουρέψει τη διαφυγή της, απαγάγει έναν κάτοικο της Γιαννιτσούς και τη γυναίκα του που δούλευαν στο χωράφι τους κι αναγκάζει έτσι το απόσπασμα να σταματήσει την καταδίωξη. Δυστυχώς, στην αναφορά του Νομάρχη Φθιωτιδοφωκίδας προς το υπουργείο Εσωτερικών[23] για το γεγονός, δεν αναγράφεται το όνομα του συγχωριανού σας.
Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απλό περιστατικό, αφού συνέβαινε σχεδόν καθημερινά. Εδώ οι πρόγονοί σας, ήταν αναγκασμένοι να δίνουν «και στο ληστή ψωμί και στο χωροφύλακα χαμπέρι».
Αυτή η αναγκαιότητα όμως είχε και συνέπειες. Το να δώσει κάποιος τότε ψωμί στο ληστή, γινόταν αυτόματα ληστοτρόφος που σήμαινε σύλληψη, καταδίκη, φυλάκιση, εκτόπιση και φυσικά εγκατάλειψη της οικογένειας και της δουλειάς του. Το να μην δώσει ψωμί στο ληστή ή το να δώσει στο χωροφύλακα χαμπέρι, σήμαινε αυτόματα την εκδίκηση του ληστή, που σπάνια ήταν μικρότερη από τον θάνατο.
Και μην νομίσει κανένας ότι κάθονταν οι ληστές ή τα αποσπάσματα να ψάξουν ιδιαίτερα να βρουν τον έναν που έφταιγε. Την πλήρωνε όλο το χωριό. Κι ως απόδειξη αυτού, το γεγονός της «επίσκεψης» των ληστών στη Γιαννιτσού στις 17 Νοέμβρη 1855, όπου λήστεψαν ολόκληρο το χωριό κι εκδικήθηκαν τους εχθρούς τους[24].
«Ο αρχιληστής Βελούκας μετά τινός συμμορίτου του κρυπτόμενος εις τα χωρία Μακρακώμης εξήλθε προ τεσσάρων ημερών προς άγραν, αποπειραθείς να αιχμαλωτίσει τον υιόν του Κοτρώτζου[25] από Γιαννιτζού, αυτός κατάλαβε τους ληστές και ετράπη εις φυγήν, οι ληστές έλαβον διεύθυνσιν προς τα μεθώρια, καθ’ οδόν συναντήσαντες δυο κατοίκους Γιαννιτζούς συνέλαβον, και τους έφερον μαζύ τους αιχμαλώτους ή δια να μην τους προδόσωσιν. Ακολούθως ως εμάθωμεν απέδρασαν εκ των χειρών των και ούτω εισήλθον εις το Τουρκικόν καταδιωκώμενοι εκ των ημετέρων στρατιωτικών αποσπασμάτων. Χθές όμως κάποιος που ήλθε από το Τουρκικό μας είπε ότι αυτοί είχαν μπεί στο Μοναστήρι της Ρεντίνης, εκεί τους αντιλήφθηκαν οι Τούρκοι και τους πολιόρκησαν, αλλά αυτοί κατάφεραν να διαφύγουν σώοι.»[26].
Φυγόδικος για πολλούς λόγους. Ένας από τους συνηθισμένους η στράτευση. Και πώς να μην είναι;
Ένας άλλος συνηθισμένος λόγος, οι γυναίκες!!! Ο Νταβέλης έγινε ληστής γιατί σκότωσε τον πάρεδρο που διέταξε τη σύλληψη του ως ανυπότακτου μπροστά στα μάτια της παπαδοπούλας Φρόσως! Ο Παπακυριτσόπουλος για την κόρη του Τραγουδάρα, ο Τσουλής για την Αγγέλω και πάει λέγοντας. Ο Πανόπουλος γιατί ξυλοφόρτωσε και ξύρισε με μαχαίρι έναν παπά που ζητούσε προκαταβολικά λεφτά για να κηδέψει τη γυναίκα του!!![27]
Ο κάθε ληστής είχε το δικό του λόγο που «έβγαινε στο κλαρί». Ο καθένας τη δική του ιστορία. Όλοι τους όμως σκοπό είχαν να επανέλθουν στην κοινωνία και ο μόνος τρόπος ήταν η αμνηστία, την οποία χορηγούσε το κράτος πότε απλόχερα και πότε με το σταγονόμετρο. Το 1844 έβγαιναν συνέχεια διατάγματα για αμνηστία ληστών, αλλά με την υπογραφή του ίδιου του πρωθυπουργού[28], ένα βγήκε έξι μήνες αργότερα γιατί: «Πληροφορηθέντες ότι ο αρχιληστής Γεώργιος Χαμχούγιας, ο περιληφθείς εις την αμνηστίαν της 30 Οκτωβρίου 1844, δεν ηδυνήθη ένεκα ανυπερβλήτων και ανεξαρτήτων της θελήσεώς του κωλυμάτων να εμφανισθή εις τας αρχάς εντός της τεταγμένης εν τω διατάγματι διμήνου προθεσμίας, επί τη προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου επιτρέπομεν εις τον ειρημένον Γ. Χαμχούγιαν να ωφεληθή και ήδη του δωρήματος της αμνηστίας, εμφανιζόμενος εις τας αρχάς και δίδων την υπόσχεσιν ειρηνικού εν τω μέλλοντι βίου»!![29]
Το κράτος για την εξόντωσή τους χρησιμοποίησε κι ένα άλλο μέσο, την επικήρυξη. Για να επικηρυχτεί κάποιος ως ληστής χρειάζονταν έκθεση του Νομάρχη, του Εισαγγελέα και του αρχηγού της Χωροφυλακής[30]. Τους είχε κατατάξει σε τρεις τάξεις (Α, Β, Γ) ανάλογα με το ποσό της επικήρυξης. Στην Α’ τάξη ήταν οι μεγάλοι λήσταρχοι. Στην Β’ τάξη ληστές που με τη δράση τους δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν απλοί ληστές αλλά ούτε και λήσταρχοι και στη Γ’ τάξη οι απλοί ληστές.
Από την Γιαννιτσού, οι ληστές μάλλον ήταν … οικογενειακή υπόθεση της οικογένειας Καμάρα, αφού από αυτήν προέρχονται τρεις ληστές, ο Ανδρέας, ο Κώστας και ο Μήτρος.
Ο Ανδρέας Καμάρας, επικηρύχτηκε με την υπ’ αριθ. 10.744/6 9βρίου 1868 απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδας και κατατάχθηκε στην Γ’ τάξη των ληστών, με αμοιβή για τη σύλληψη ή το φόνο του 1000 δρχ. και για την αποτελεσματική κατάδειξή του 500 δρχ[31]. Δεν γνωρίζουμε τι απέγινε.
Ο Μήτρος Καμάρας ή Καλαμπαλίκης, επικηρύχτηκε με την υπ’ αριθ. 10.744/6 9βρίου 1868 απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδας και κατατάχθηκε στην Γ’ τάξη των ληστών, με αμοιβή για τη σύλληψη ή το φόνο του 1000 δρχ. και για την αποτελεσματική κατάδειξή του 500 δρχ[32]. Επικηρύχτηκε για δεύτερη φορά με Β.Δ.:
«ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Περί ἐπαυξήσεως τῆς ἀμοιβῆς ἐπί τῇ συλλήψει ἤ τῷ φόνῳ τινῶν λῃστῶν.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α’. ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Προτάσει τοῦ Ἡμετέρου ἐπί τῶν Ἐσωτερικῶν Ὑπουργοῦ, ἀπεφασίσαμεν καί διατάσσομεν.
Αὐξάνονται αἱ προσδιωρισμέναι χρηματικαί ἀμοιβαί ἐπί μέν τῇ συλλήψει ἤ τῷ φόνῳ ἑκάστου τῶν ἐπικεκυρηγμένων λῃστῶν Νάκου Φίλου ἤ Τριανταφύλλου Ζυγογιάννη σκηνίτου, Κώνστα Καμάρα ἤ Καλαμπαλίκη ἐκ Γιαννιτσοῦς, …………. εἰς δραχμάς δισχιλίας, ἐπί δέ τῇ ἀποτελεσματικῇ καταδείξει τῆς φωλεᾶς ἑκάστου αὐτῶν εἰς δραχμάς χιλίας.
Εἰς τόν συλλαβόντα, προσαγαγόντα ἐνώπιον τῶν ἀρμοδίων ἀρχῶν, ἤ φονεύσαντα τινά ἤ τινάς τῶν ληστῶν τούτων, ἄνευ τῆς συμπράξεως δημοσίας δυνάμεως, δίδονται ἀμφότερα τά ποσά τῆς ἀμοιβής ἐπί τε τῇ καταδείξει καί τῇ συλλήψει, ἤ τῷ φόνῳ.
Ὁ Ἡμέτερος ἐπί τῶν Ἐσωτερικῶν Ὑπουργός θέλει δημοσιεύσει καί ἐκτελέσει τό παρόν Διάταγμα.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 16 Μαρτίου 1871.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΣ»[33].
Ο Κώστας Καμάρας ή Καλαμπαλίκης ή Αυλόϊτος : Επικηρύχτηκε με την υπ’ αριθ. 10.744/6 9βρίου 1868 απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδας και κατατάχθηκε στην Γ’ τάξη των ληστών, με αμοιβή για τη σύλληψη ή το φόνο του 1000 δρχ. και για την αποτελεσματική κατάδειξή του 500 δρχ. Επικηρύχτηκε δεύτερη φορά με Β.Δ. της 16 Μαρτίου 1871 και κατατάχθηκε στη Β’ τάξη των ληστών, με αμοιβή για τη σύλληψη ή το φόνο του 2000 δρχ. και για την αποτελεσματική κατάδειξή του 1000 δρχ. Ήταν μέλος της συμμορίας του λήσταρχου Βελούλα όταν βρίσκονταν στη δυτική Φθιώτιδα, αλλά έδρασε επίσης στη Λοκρίδα και στη Βοιωτία. Παρουσιάστηκε στις τουρκικές αρχές στο Σμόκοβο στις 13 Απρίλη 1874. Έγραφε η εφημερίδα «Φάρος της Όθρυος»: «Ἡ δημοσία ἀσφάλεια εἶναι εὐχάριστος ἐν ταῖς μεθορίαις ἐπαρχίαις. Οὐδαμοῦ ἐθεάθησαν λῃσταί. Εὐχαρίστως ὅμως πληροφορούμεθα ὅτι ὁ Μεχμέτ Ἀλῆ Πασσᾶς, δραστηρίως ἐξακολουθεῖ τήν καταδίωξιν τῶν λῃστῶν, τούτου ἕνεκα, ἐκτός τῶν πολλῶν ἄλλων, ὅσοι προσῆλθον αὐτῷ ἀρχιλῃσταί καί λῃσταί, καί περί ᾧν πολλάκις ἐγράψαμεν, κατ’ αὐτάς προσῆλθον καί ὁ ἀρχιλῃστής Καμάρας, καί ὁ λῃστής Σπυρόγιαννης ἤ Τσιλιμάγκος, δύω ἐπίφοβοι ἐχθροί τῆς κοινωνίας. Ὁ ἀρχιλῃστής Καμάρας, μάλιστα εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις ἠχμαλώτισε ἐπί τῆς πρώην πολυκρότου πρωθυπουργίας τοῦ ἀναμορφωτοῦ, τόν ἐκ Λιβαδειάς Κύριον Φίλωνα, εἰς ἐποχήν καθ’ ἥν ὁ Κύριος Δεληγεώργης ὑπέσχετο ὅτι οὐδέ τό ὄνομα λῃστής δέν θ’ ἀνεφέρετο πλέον ἐν Ἑλλάδι. Καί ὅμως ὁ λήσταρχος Καμάρας πανηγυρικῶς, οὕτως εἰπεῖν τόν διέψευσεν.»[34].
Ένας ληστής με το όνομα Κλεφτογιάννης, καταγόμενος από τη Γιαννιτσού, φέρεται ότι παρουσιάστηκε στις τουρκικές αρχές στο Σμόκοβο στις 13 Απρίλη 1874[35].
Ένας άλλος από τη Γιαννιτσού που χαρακτηρίστηκε ως ληστής ήταν ο Κώστας Αργυρόπουλος, ο οποίος αναγνωρίστηκε όταν μαζί με άλλους τέσσερεις λήστεψε δυο Νεοχωρίτες, σκοτώνοντας μάλιστα τον έναν. Ο Αργυρόπουλος ήταν τότε λιποτάκτης από το ΙΙ τάγμα της οροφυλακής. Ο τότε δήμαρχος Ιω. Κοντογιάννης, κατέθεσε ότι ο αποθανών του είπε ότι γνώρισε τον «Καζάση» κι επειδή ο Αργυρόπουλος πριν καταταγεί στην Οροφυλακή ήταν καζάζης /μεταξουργός/ στη Σπερχειάδα, πιθανολογήθηκε ότι ήταν αυτός:
« … Επειδή εκ της γενομένης ανακρίσεως προέκυψεν ότι την 3ην Ιουνίου 1854 οι Χαράλαμπος Κωνστ. Καραγεώργου και Ιωάννης Κίτζου Σωτηρόπουλος, μεταβαίνοντες εκ Λαμίας εις το χωρίον των Νεοχώρι του Δήμου Τυμφρηστίων διά της δημοσίου οδού, προσεκλήθησαν κατά την θέσιν «Σκάλαν» του χωρίου Κουκιά υπό πέντε ατόμων να μείνωσι εκεί και ο μεν Χαράλαμπος Κ. Καραγεώργου ετράπη εις φυγήν και διεσώθη καίτοι πυροβοληθείς, ο δε Ιωάννης Σωτηρόπουλος συνελήφθη υπ’ αυτών, εγυμνώθη αφαιρεθέντων διαφόρων πραγμάτων αυτού και του συνοδοιπόρου του Χαραλάμπου Καραγεώργου, του και Σβολοπούλου, και τραυματισθείς δεινώς μετ’ ολίγας ώρας ετελεύτησεν ΄΄ενεκα των πληγών˙ ότι τα τραύματα κατά του Σωτηροπούλου επενέχθησαν διά ξίφους (Γιαγατανίου)˙ ότι οι πέντε ούτοι κακούργοι ήσαν ένοπλοι˙ ότι ο συνοδοιπόρος Χαράλαμπος Κωνστ. Καραγεώργου ή Σβολόπουλος δεν ανεγνώρισε τινα, ο δε τελευτήσας ανεγνώρισε τον Κώνσταν Αργυρόπουλον κάτοικον Γιαννιτζούς στρατιώτην τότε του ΙΙ Τάγματος της οροφυλακής, λειποτάκτην˙ ότι ο Ιωάννης Κοντογιάννης Δήμαρχος Σπερχειάδος όστις πρώτος επρόφθασε να ερωτήση ζώντα έτι τον Ιωάννην Σωτηρόπουλον, καταθέτει ότι του είπεν, ότι εκ των κακούργων εγνώρισε τον Καζάσην˙ ο δε Καζάσης ούτος είναι ο αυτός Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος, όστις πριν ή γίνει οροφύλαξ μετήρχετο τον καζάζην /μεταξουργόν/ εις χωρίον Αγά της Σπερχειάδος κατά την ομολογίαν του κατηγορουμένου Νικολάου Δημητρίου ή Αντωνοπούλου, και κατά το υπ’ αριθ. 61/45 (1856) έγγραφον του Δημαρχιακού Παρέδρου Μακρακώμης προς τον Ανακριτήν Λαμίας δεν είναι έτερος Κώστας Καζάζης φυγόδικος εις το οθωμανικόν, αποβιώσας˙ ότι ο ρηθείς Κώστας Αργυρόπουλος παραπέμφθη εις το Κακουργιοδικείον διά του υπ’ αριθ. 58 του 1855 Βουλεύματος του Συμβουλίου τούτου διά την αυτήν πράξιν (Σ.Σ. το σχετικό βούλευμα δεν σώζεται στα ΓΑΚ-Αρχεία Νομού Φθιώτιδας) ˙ ότι μετά την παραπομπήν ταύτην επαναλήφθη η ανάκρισις˙ ότι ο Νικόλαος Δημητρίου ανεγνωρίσθη φορών το πεσλί και το ζωνάρι του Ιωάννου Σωτηροπούλου˙ ότι ο Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος έπραξε την προκειμένην πράξιν μετά των Αποστόλου Δημητρίου ή Αντωνοπούλου, Κώστα Καζάζη, Νικολάου Παλαιοβράχα φονευθέντος, Κώστα Νταβέλη και Αθανασίου Κλασίνα, διότι ο μεν Κλασίνας εθεάθη φορών το φέσι του Σωτηροπούλου και άλλα πράγματα αυτού εκ των ληστευθέντων˙ ότι ο κατηγορούμενος Νικόλαος Δημητρίου ή Αντωνόπουλος προφυλακισμένος ομολογεί ότι μεν εφόρει το πεσλί και το ζωνάρι του Σωτηροπούλου, ισχυρίζεται δε ότι του τα είχεν δώσει ο αδελφός αυτού Απόστολος Δημητρίου ή Αντωνόπουλος /όστις παρευρέθη εις την πράξιν μετά του Κώστα Αργυροπούλου, Αντωνίου Κλασίνα, Νκολάου Παλαιοβράχα φονευθέντος και Κώστα Νταβέλη/ εις το οθωμανικόν και τα εφόρει ασθενών …». Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας: « … Διελθόν την Δικογραφίαν / Σκεφθέν κατά τον Νόμον
Επειδή διά τους λόγους του Εισαγγελέως συμφώνους όντας με τα εκ της ανακρίσεως εξαγόμενα και ιδίως εκ της καταθέσεως του Κοσμά Μήλιου και Ζάχου Μάνιου, συνδιαζομένας με την του κατηγορουμένου Νικολάου εξάγονται αποχρώσαι ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι Αποστόλης Δημητρίου ή Αντωνόπουλος, Αντώνιος Κλασίνας και Κώστας Νταβέλης εξετέλεσαν την εν τη προτάσει του Εισαγγελέως αναφερομένην πράξιν δυνάμεναι να υποστηρίξωσιν την κατ’ αυτών κατηγορίαν.
Επειδή καθόσον αφορά τον Νικόλαον Δημητρίου ωσαύτως εξάγονται ενδείξεις και υπόνοιαι βαρείαι κατ’ αυτού ως συναυτουργού της προκειμένης πράξεως α) διότι ο συγκατηγορούμενος Αντώνιος Κλασίνας ωμολόγησεν εις τον μάρτυρα Κοσμά Μήλιον ότι την ληστείαν και τον φόνον του Ιωάννου Σωτηροπούλου έπραξεν ούτος μετά του ειρημένου Νικολάου, μετά του αδελφού του Αποστόλη, του Κωνσταντίνου Αργυροπούλου και μετά των δύο άλλων˙ β) διότι ο κατηγορούμενος ούτος θεαθείς υπό του Ζάχου Μάνιου φέρων το κατωσέγκουνον, το χαϊμαλί και το φυσεκλίκι του φονευθέντος και ερωτηθείς διατί εφόνευσαν τούτον, αφού τον εγύμνωσαν, απεκρίθη «τέτοιο κεφάλι είχεν» προσθέσας ότι ο Αντώνιος Κλασίνας τον εφόνευσε, χωρίς ν’ αρνηθή την σύμπραξίν του˙ γ) διότι και ούτος δεν ηρνήθη ότι εφόρει τα πράγματα του φονευθέντος, αλλ’ ισχυρίσθη ότι τα έλαβεν από τον αδελφόν του Αποστόλην αυτουργόν της πράξεως˙ δ) διότι και οι λοιποί μάρτυρες αναφέρουσι ρητώς τούτον ως αυτουργόν της πράξεως.
Επειδή και κατά του Κώστα Καζάζη εκ του χωρίου Γιαννιτζούς υπάρχουσιν ενδείξεις αποχρώσαι ως συναυτουργού της ειρημένης πράξεως α) διότι ο φονευθείς Ιωάννης Σωτηρόπουλος ερωτηθείς υπό του Δημάρχου Σπερχειάδος περί των ονομάτων των φονέων του ανέφερεν μόνον τούτον, γνωρισθέντα υπ’ αυτού˙ β) διότι ούτος δεν συνταυτίζεται μετά του Κώστα Αργυροπούλου παραπεμφθέντος, όπως ο ληστής Κλασίνας είπεν εις τον μάρτυρα Κοσμάν Μήλιον διότι άλλος είναι ο Αργυρόπουλος και άλλος ο Καζάζης όπως αναφέρει ο Δήμαρχος Μακρακώμης εν τω υπ’ αριθ. 61 της 14 Ιανουαρίου 1856 εγγράφου του˙ γ) διότι ο ρηθείς Κλασίνας είπεν εις τον μάρτυρα ότι εξ (Σ.Σ. έξι) ήσαν οι λησταί και τοσούτοι υπολογίζονται ήδη μη λαμβανομένου υπ’ όψιν Νικολάου τινος Καραγεωργοπούλου φονευθέντος περί ου κάμνει μνεία ο κατηγορούμενος Νικόλαος προς αποφυγήν ίσως της ενοχής του.
Επειδή η ειρημένη πράξις χαρακτηρίζεται Κακούργημα, προβλέπεται και τιμωρείται υπό των άρθρων …..
Διά ταύτα
Ιδόν και τ’ άρθρα 251 και 252 της Ποινικής Δικονομίας.
Παραπέμπει εις το ακροατήριον του κατά την περιφέρειαν των εν Αθήναις Εφετών Κακουργιοδικείου 1) τον Νικόλαον Δημητρίου ή Αντωνόπουλον, γεννηθέντα και κατοικούντα εις το χωρίον Λάκρεσι του Οθωμανικού κράτους, ετών 23, πρώην στρατιώτην του 4ου λόχου του 2ου τάγματος της οροφυλακής 2) τον Αποστόλην Δημητρίου ή Αντωνόπουλον εκ του αυτού χωρίου 3) τον Κώσταν Νταβέλην εκ Τσούκας της Μακρακώμης, 4) τον Κώσταν Καζάζην φυγόδικον των τριών αγνώστου διαμονής και επαγγέλματος διά να δικασθώσιν ως υπαίτιοι, ότι υπό κοινού συμφέροντος μετά του Κώστα Αργυροπούλου κινούμενοι συναπεφάσισαν την εκτέλεσιν ωρισμένου εγκλήματος και συνομολογήσαντες ένεκα ταύτης αμοιβαίαν συνδρομήν και θέλοντες να λάβωσιν εις την κατοχήν των αυτογνωμόνως ξένην κινητήν περιουσίαν και να την έχωσιν αδίκως ως ιδιοκτησίαν των την 3 Ιουνίου 1854 …..
Απεφασίσθη, εγένετο και εξεδόθη εν Λαμία την δεκάτην εννάτην Μαΐου του χιλιοστού οκτακοσιοστού πεντηκοστού έκτου έτους.»[36].
Ένας άλλος ληστής από την Γιαννιτσού, ήταν ο Γεώργιος Καλτζάς ή Γιαννιτσιώτης μέλος της συμμορίας του Σταμούλη Περεντέ. Πήγε με συντρόφους του στη στάνη κτηνοτρόφων του Παλαιοχωρίου ή Παλιούρι να ζητήσουν τροφές, αλλά οι κτηνοτρόφοι δεν τους έδωσαν και ειδοποίησαν τις αρχές. Το ίδιο βράδυ έκαψαν το μαντρί μαζί με τα 200 γίδια των κτηνοτρόφων!!!
« … Λησταί άγνωστοι πέντε τον αριθμόν την νύκτα της 20 Φεβρουαρίου 1856 μεταβάντες εις την θέσιν «Καλούμπα» της περιφερείας Παλαιοχωρίου ή Παλιουρίου έβαλον πυρ εις τα αυτόθι κείμενα ποιμνιοστάσια των Χρήστου Κοκκίνου, Κώστα Σκόνδρα και Σπύρου Τζαντά όπερ εκραγέν ενέπρησε τας εν αυτοίς υπαρχούσας μικράς και μεγάλας αίγας διακοσίας περίπου.
Της πράξεως ταύτης καταγγελθείσης προς τον ενταύθα Εισαγγελέα και ενεργουμένης κατά παραγγελίαν του της δεούσης ανακρίσεως ηγέρθησαν κατά την δίοδον αυτής υπόνοιαι κατά μεν των Γεωργίου Αγραφιώτου, Σταμούλη Περεντέ, Γεωργίου Καλτζά και Π. Ακρίδα καθ’ ων φυγοδίκων όντων εξεδόθη το υπ’ αριθ. 663 τ.ε. κατασχετήριον, ως αυτουργών, κατά δε των Αθανασίου Πλατανιά συλληφθέντος και προφυλακισθέντος, Κώστα Σκόνδρα, Κώστα Τζαρουχά και Χρήστου Κοκκίνου ως συνεργών. Περαιωθείσης δε της ανακρίσεως ο αυτός Εισαγγελεύς υπέβαλεν εις το Συμβούλιον την σχηματισθείσαν Δικογραφίαν διά της υπ’ αριθ. 3212 εγγράφου προτάσεώς του να παραπεμφθή εις το ακροατήριον του κατά την περιφέρειαν των εν Αθήναις Εφετών κακουργιοδικείου ο Γεώργιος Καλτζάς Γιαννιτζιώτης φυγόδικος αγνώστου διαμονής και επαγγέλματος καθ’ ου εξεδόθη κατασχετήριον, διά να δικασθή ότι την νύκτα της 18-19 Φεβρουαρίου 1856 εις θέσιν «Καλούμπα» της περιφερείας Παλαιοχωρίου υπό κοινού μετ’ άλλων τεσσάρων ληστών συμφέροντος κινούμενος συναπεφάσισε την εκτέλεσιν εμπρησμού και συνομολογήσας μετ’ αυτών ένεκα ταύτης αμοιβαίαν συνδρομήν έβαλε πυρ εις το εκείσε μανδρίον ή καλύβας του Χρήστου Κοκκίνου, Κώνστα Σκόνδρα και Σπύρου Τζαντά, όπερ εκραγέν ενέπρησε τα εν τοις ποιμνιοστασίοις αυλιζόμενα μικρά τε και μεγάλα αιγίδια τον αριθμόν διακόσια, διότι την προτεραίαν ο Κ. Σκόνδρας προς ον ο ανωτέρω ληστής Γ. Καλτζάς μετά των συντρόφων του επήγε και εζήτησε τροφάς απεποιήθη να τω δώση τοιαύτας και την επιούσαν έδωκεν είδησιν αρμοδίως, και κατεδιώχθησαν οι λησταί˙ ήτοι επί παραβάσει των άρθρων 57 και 408 § 2 του Ποινικού Νόμου διαταττομένης της ισχύος του κατ’ αυτού εκδοθέντος κατασχετηρίου˙ Να παύση δε προσωρινώς η περαιτέρω καταδίωξις κατά των Γεωργίου Αγραφιώτη, Σταμούλη περεντέ και Γεωργίου Π. Ακρίδα επί εμπρησμώ. Αθανασίου Πλατανιά, Κωνσταντίνου Σκόνδρα, Κωνσταντίνου Τζαρουχά και Χρήστου Κοκκίνου επί συνεργεία ληστείας διαταττομένης της εκ των φυλακών απολύσεώς του του προφυλακισμένου Αθανασίου Πλατανιά εάν δι’ άλλους λόγους δεν κρατείται εν αυτή.
Ακούσαν τον Εισαγγελέαν υποστηρίξαντα και προφορικώς εν τω Συμβουλίω την ανωτέρω πρότασίν του και
Αποχωρήσαντος αυτού
Διελθόν την Δικογραφίαν
Σκεφθέν κατά τον Νόμον
Επειδή εκ της γενομένης προανακρίσεως εξάγεται ότι την νύκτα της 18 προς 19 Φεβρουαρίου 1856 μετέβησαν πέντε άγνωστοι λησταί εις το ποίμνιον του Χρήστου Κοκκίνου και φαγόντες άρτον και γάλα μετέβησαν εις το του Κώστα Σκόνδρα εις την θέσιν «Καλούμπα» της περιφερείας του χωρίου Παλαιοχωρίου ή Παλιουρίου ένθα μείναντες μέχρι της πρωίας και ομιλήσαντες ιδιαιτέρως επί τινα ώραν μετά του ειρημένου Σκόνδρα ανεχώρησαν ειπόντες αυτώ να μη τους μαρτυρήσει και παραγγέλοντές τω να τοις φέρη τροφήν την εσπέραν της επιούσης εν τη αυτή θέσει˙ ότι εκ των ληστών τούτων ανεγνωρίσθη ακριβώς υφ’ όλων των παρευρεθέντων και εξετασθέντων μαρτύρων ο Γεώργιος Καλτζάς εκ του χωρίου Γιαννιτζούς˙ ότι την πρωίαν της επιούσης ο ειρημένος Κωνστ. Σκόνδρας ειδοποίησε τον ειδικόν πάρεδρον του χωρίου Καστρί Χρήστον Κόκκινον και ούτος τον Δήμαρχον περί της εμφανίσεως των ληστών˙ διετάχθη και εγένετο περιπολία περί καταδιώξεως τούτων κατά την αυτήν ημέραν αλλ’ άνευ αποτελέσματος ως μη ευρεθέντων των ληστών˙ ότι την νύκτα της ιδίας ημέρας 20 Φεβρουαρίου οι αυτοί λησταί επανελθόντες εις την ιδίαν θέσιν και απειλήσαντες εν πρώτοις τον τε Χρήστον Κόκκινον και τον Κώνσταν Σκόνδραν, ως μη δόσαντας αυτοίς τροφάς και ως γενομένους προδότας, έκαυσαν τα παρά τας ποιμενικάς καλύβας ποιμνιοστάσια τούτων μετά των εν αυτοίς αιγών συνισταμένων εις 200 περίπου καθώς και το του Σπύρου Τζαντά, του οποίου αι αίγαι εσώθησαν εξελθούσαι.
Επειδή εκ των ειρημένων προκύπτωσιν αποχρώσαι ενδείξεις ότι ο Γεώργιος Καλτζάς υπό κοινού συμφέροντος κινούμενος συναπεφάσισε μετά τεσσάρων άλλων ληστών να εμπρήση το ποιμνιοστάσιον των Κ. Σκόνδρα, Χρήστου Κοκκίνου και Σπύρου Τζαντά και πραγματικώς εξετέλεσε μετά τούτων την πράξιν ταύτην˙ ότι ο εμπρησμός εγένετο εις πράγματα παρακείμενα εις τας ποιμενικάς καλύβας κατοικουμένας υπό των ποιμένων εις ας ήτο πιθανόν να μεταδοθή το πυρ.
Επειδή η πράξις αύτη χαρακτηριζομένη ως κακούργημα προβλέπεται και τιμωρείται υπό των άρθρων 57 και 408 § 2 του Ποινικού Νόμου έχοντα ούτω: …………
Επειδή καθόσον αφορά τους λοιπούς συγκατηγορουμένους ληστάς Γεώργιον Αγραφιώτην, Σταμούλην Περεντέν και γεώργιον Ακρίδαν δεν αναφέρουσι μεν εν γένει οι μάρτυρες ότι ανεγνώρισαν τούτους, εικάζεται όμως ότι ούτοι πιθανόν ν’ αποτέλουν μέρος της συμμορίας ταύτης α) εκ της ομολογίας του Χρήστου Κοκκίνου και Κώστα Σκόνδρα περιεχομένας εν τη από 20 Φεβρουαρίου ε.ε. εκθέσει του Παρέδρου του Δήμου Μακρακώμης καθ’ ην ανεγνωρίσθη ο Γεώργιος Καλτζάς οπαδός του Γεωργίου Αγραφιώτου και καθ’ ην ο Γεώργιος Καλτζάς είναι οπαδός του Σταμούλη περεντέ, ώστε αφού ήσαν οι οπαδοί των, πιθανόν να ήσαν και οι οδηγοί˙ αλλά την αναγνώρισιν του Γ. Ακρίδα ούτε οι μνησθέντες εβεβαίωσαν εξετασθέντες μεταγενεστέρως ουδ’ άλλος τις των μαρτύρων˙ ώστε εξαίρεται αμφιβολία β) εκ της εν τη Δικογραφία αλληλογραφίας των αποσπασματαρχών ποιούντων μνείαν και περί των ειρημένων ληστών˙ όθεν μη υπαρχουσών αποχρουσών ενδείξεων προς υποστήριξιν κατηγορίας κατ’ αυτών πρέπει να παύση προσωρινώς η περαιτέρω καταδίωξις.
Επειδή κατά των Κωνσταντίνου Σκόνδρα και Χρήστου Κοκκίνου ως υποκρυπτόντων και τροφοδοτουμένων τους ειρημένους ληστάς ουδεμία υπάρχει ένδειξις α) διότι ουδείς των μαρτύρων καταθέτει τι κατ’ αυτών˙ β) διότι οι Κωνστ. Σκόνδρας και Χρήστος Κόκκινος έπαθον υπό των ληστών πυρπολησάντων τα ποίμνιά των, ενώ αν υπό τούτων υπεκρύπτοντο και ετροφοδοτούντο, δεν ήθελον τους βλάψει˙ γ) διότι ο πρώτος ειδοποίησε την πρωίαν τον δεύτερον περί της κατά την παρελθούσαν εσπέραν μεταβάσεως των ληστών και αυθημερόν εγένετο καταδίωξις εν ω άλλως αύτη την ειδοποίησιν ήθελον κάμει˙ δ) διότι οι κατ’ αυτών αποφαινόμενοι αποσπασματάρχαι διά των από 23 και 24 Φεβρουαρίου εγγράφων των στηρίζοντες εις ιδίας εικασίας υποθέτοντες την κατά των ληστών καταδίωξιν τούτων προσποιουμένην, αλλ’ οι ίδιοι εικάζωσι μη στηριζόμενοι εις άλλα γεγονότα υπό τρίτων βεβαιούμενα δεν δύνανται να στηρίξωσιν κατηγορίαν, άλλως τε αν αληθώς ούτοι ήσαν συνεννοημένοι μετά των ληστών ηδύναντο ευκόλως να τοις γνωστοποιήσωσι την προπεποιημένην καταδίωξιν και ούτω ν’ αποφύγωσι την κατά την εσπέραν πυρπόλησιν των ποιμνίων των, ώστε η μεταγενεστέρα των ληστών πράξις, αίρει την υπόνοιαν της προσυνεννοήσεως.
Επειδή δε αι μόναο κατά του Αθανασίου Πλατανιά υπόνοιαι, ως συνεννοημένου όντος μετά των ληστών, στηρίζονται ότι ούτος είχε την θυγατέρα του μεμνηστευμένην μετά του ληστάρχου Γ. Αγραφιώτου, και ότι το παρακείμενον ποιμνιοστάσιον του δεν ενεπρήσθη υπό των ληστών, αλλά το μεν πρώτον γεγονός δεν βεβαιούται υπό των μαρτύρων ομολογούντων απάντων, ότι φήμη είχε διαδοθή ότι η μνηστεία αύτη είχε λάβει χώραν πριν ή ούτος γίνη ληστής, το δε δεύτερον δεν είναι ισχυρόν διότι οι λησταί ενέπρησαν τα ποίμνια των άλλων προς εκδίκησιν ως καταδιωχθέντες την ημέραν υπό τούτων άλλως τε δεν είναι τουλάχιστον βεβαιωμένον, ότι ο Γ. Αγραφιώτης μετέσχε του εμπρησμού ή περιεφέρετο εις τα μέρη εκείνα διά να υποτεθή ότι περιεθάλποντο υπό του Α. Πλατανιά ως δήθεν πεθερού του, ως μη υπαρχούσης κατά τούτου ενδείξεως ισχυράς προς υποστήριξιν κατηγορίας πρέπει ν’ αποφυλακισθή.
Επειδή ούτω κατά του Κωνστ. Τζαρουχά υπάρχει ένδειξις τις ότι ετροφοδότει και υπέκρυπτε τους ληστάς.
Διά ταύτα
Ιδόν και τα άρθρα 251, 252 και 253 της Ποινικής Δικονομίας.
Παραπέμπει εις το ακροατήριον του κατά την περιφέρειαν των εν Αθήναις Εφετών Κακουργιοδικείου τον Γεώργιον Καλτζάν εκ του χωρίου Γιαννιτζούς, φυγόδικον αγνώστου διαμονής και επαγγέλματος διά να δικασθή ως υπαίτιος ότι την νύκτα της 20 Φεβρουαρίου 1856 εις θέσιν «Καλούμπα» της περιφερείας Παλαιοχωρίου ή Παλιουρίου υπό κοινού μετ’ άλλων τεσσάρων ληστών συμφέροντος κινούμενος συναπεφάσισε την εκτέλεσιν του επομένου εγκλήματος και συνομολογήσας ένεκα τούτου αμοιβαίαν προς αλλήλους συνδρομήν, έβαλε πυρ εις τα αυτόθι, τα παρά τας ποιμενικάς καλύβας, εις ας ήτο πιθανόν να μεταδοθή το πυρ, κείμενα ποιμνιοστάσια των Χρήστου Κοκκίνου, Κώνστα Σκόνδρα και Σπύρου Τζαντά και ότι το πυρ εκραγέν ενέπρησε τας εν αυτοίς υπαρχούσας μικράς τε και μεγάλας αίγας διακοσίας περίπου.
Διατάσσει την ισχύν του κατ’ αυτού εκδοθέντος κατασχετηρίου.
Παύει προς καιρόν την επί τω αυτώ εμπρησμώ περαιτέρω καταδίωξιν κατά των Γεωργίου Αγραφιώτου, Σταμούλη περεντέ και Γεωργίου Π. Ακρίδα φυγοδίκων.
Αποφαίνεται ότι δεν υπάρχει αφορμή προς κατηγορίαν κατά των Αθανασίου Πλατανιά, Κωνσταντίνου Σκόνδρα, Κωνσταντίνου Τζαρουχά και Χρήστου Κοκκίνου ότι κατά την αυτήν εποχήν και άλλωτε υπέκρυπτον και ετροφοδότουν τους ειρημένους ληστάς εν γνώσει και εξ ιδιοτελείας.
Διατάσσει την παραχρήμα αποφυλάκισιν του Αθανασίου Πλατανιά εάν δι’ άλλους λόγους δεν κρατείται εν τη φυλακή.
Απεφασίσθη, εγένετο και εξεδόθη εν Λαμία την εννάτην Απριλίου του 1856 πεντηκοστού έκτου έτους.»[37].
Το βράδυ στις 6-7 Μάρτη 1869, ληστές πήγαν στο μαντρί του Ιω. Καρκάνη από την Γιαννιτσού, στην τοποθεσία «Άγιος Γεώργιος[38]» κάτω από τη Λαβανίτσα, τον συνέλαβαν και τον σκότωσαν. Ως ύποπτοι θεωρήθηκαν οι ληστές αδελφοί Μπέλεχα, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώθηκε. « … κατά την 6-7 Μαρτίου ε.ε. δυο λησταί άγνωστοι οπλισμένοι μεταβάντες εις το εν τη θέσει Άγιος Γεώργιος κάτωθι της Λαβανίτζας της περιφερείας Γιαννιτζούς ποιμνιοστάσιον του Ι. Καρκάνη ……….. συνέλαβον τον Ι. Καρκάνην και τον Β. Λιασκώνην τους οποίους μετέφερον μακράν ολίγον του ποιμνιοστασίου, ότι τον τελευταίον απέλυσαν τον δε έτερον μετ’ ολίγας στιγμάς εφόνευσαν διά των πεπληρωμένων πυρίτιδος και σφαιρών όπλων των και ανεχώρησαν προς το οθωμανικόν, την δε επομένην ημέραν ευρέθη ο ρηθείς Ι. Καρκάνης φονευμένος, δεν βεβαιούται όμως αποχρώντος ότι οι φονεύσαντες αυτόν δύο λησταί ήσαν οι αδελφοί Μπελεχαίοι καθόσον τούτο εικάζεται, επομένως δέον να παύση προς καιρόν η περαιτέρω καταδίωξις ….»[39].
«Τη νύχτα της 22-23 Δβρίου 1867 λησταί τον αριθμόν 15 ληστών επί κεφαλής έχοντες τους ληστάρχους Κρικέλα και Κακκόν, επιπεσόντες κατά των εν τη θέσει Θερμοστατικά της περιφερείας Γιαννιτσούς φυλαττόντων το εξ αιγοπροβάτων ποιμνιοστάσιον των Δημητρίου και Ευαγγέλη Καραγκούνη έδεσαν αυτούς και παραλαβόντες και αυτούς και το ποίμνιον των μετέβησαν εις την αλλοδαπήν και τούτους μεν απέλυσαν, το ποίμνιον εκ 350 αιγοπροβάτων συγκείμενον αφήρεσαν»!!![40].
Θα κλείσω με μια επιτυχία των καταδιωκτικών αρχών. Έγραψε η εφημερίδα «Φάρος της Όθρυος» στις 8/2/1858: «Ἤδη πληροφορούμεθα μετά θετικότητος ὅτι τήν 6 τοῦ τρέχοντος ἡ ληστρική συμμορία τοῦ ἀρχιληστοῦ Βασιλείου Κουλούρη, αὐτοῦ τοῦ προκρούστου τῶν μεθορίων, καί τοῦ Σκαρβέλη, καταδιωκομένη παρά τῶν ὀθωμανικῶν ἀποσπασμάτων διευθυνομένων καί ὀδηγουμένων ὑπό τοῦ ἀξιοτίμου Μουσλῆ ἀγᾶ Χατζῆ Μοχταροπούλου, ἀξίου ἀντιπροσώπου τοῦ Δερβέναγα Δομοκοῦ, προσεβλήθη παρ’ αὐτῶν εἰς τήν θέσιν Πέντε Μύλους τοῦ ὀθωμανικοῦ· ἀλλ’ ὁ ἀρχιληστής οὗτος Κουλούρης μεθ’ ἑνός συντρόφου του, κατέφυγον ἐντός τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἵνα ἀποκρυβῶσιν εἰς τό παρά τήν Γιανιτζού ποιμνιοστάσιον τοῦ Καραγκούνη. Ὁ ἀξιότιμος ὅμως Δήμαρχος Μακρακώμης Κύριος Γεώργιος Τζουκαλᾶς, πνέων ἐκδίκησιν κατά τοῦ εἰρημένου κακούργου, διότι πολλάς εἶχε πράξει ἄλλοτε ληστοπραξίας εἰς τόν Δῆμον αὐτοῦ, καί πληροφορηθείς παρά τινων συνδημοτῶν αὐτοῦ, οἵτινες ἀνεκάλυψαν αὐτόν, ἀμέσως συλλέξας τούς συνδημότας αὐτοῦ ἐνόπλους, καί εἰδοποιήσας καί τόν γενναῖον ὑπολοχαγόν Λιακόπουλον ἀποσπασματάρχην τοῦ μεταβατικοῦ, ἔσπευσεν μετ’ αὐτῶν καί συνέλλαβον ζῶντα τόν εἰρημένον ἀρχιληστήν Βασίλειον Κουλούρην μετά τοῦ συντρόφου του Δημητρίου. ………….. Ἐπίσης ἀξιέπαινος εἶναι καί ὁ Δήμαρχος Μακρακώμης, ὅστις τοσαύτας κατέβαλε προσπαθείας πρό πολλοῦ περί τῆς ἀνακαλύψεως καί συλλήψεως τοῦ εἰρημένου Κουλούρη, ὥστε καί ἐκ τοῦ δημοτικοῦ ταμείου ὡς καί ἄλλοτε ἀναφέραμεν προσέφερεν 500 δραχμάς, ἐκτός τῶν παρά τῆς Κυβερνήσεως διδομένων, πρός κατάδειξιν ἤ σύλληψιν ἤ φόνον τοῦ Βασιλείου Κουλούρη, καί ἰδού αἱ ἐπαινεταί προσπάθειαί του ἐστεφανώθησαν ἤδη διά πληρεστάτης ἐπιτυχίας· ἄξιοι ἐπαίνου εἰσί καί ἅπαντες οἱ πολῖται καί δημόται Μακρακώμης, ὅσοι πρός τόν σκοπόν τοῦτον συνετέλεσαν, ἤ θέλουσι συντελέσει πρός καταστροφήν καί παντός ἔτι ληστοῦ, ἐάν εἰσέτι ἔμεινεν ἄθλιόν τι ληστρικόν λείψανον. Εἰς τήν προκειμένην ὅμως περίστασιν δικαίως πρέπει νά ἐπαινέσωμεν καί τά ὀθωμανικά ἀποσπάσματα, τά ὁποία ἐκπληροῦντα εἰλικρινῶς τό καθῆκον των, κατεδίωξαν γενναίως τήν εἰρημένην ληστοσυμμορίαν, καί ἠνάγκασαν οὗτω τόν Βασίλειον Κουλούρην μετά τοῦ συντρόφου του, νά ζητήσῃ καταφύγιον ἐν τῇ Ἑλλάδι, ἔνθα εὖρε τόν τάφον του· ὥστε μετά τήν σύλληψιν τοῦ Βασιλείου Κουλούρη καί τοῦ συντρόφου του, κατεστράφησαν ἤ ἐσυλλήφθησαν ἀπό τῆς 1ης Ἰανουαρίου 1858, 18 λησταί ἄχρι σήμερον·»[41] και στις 29/3/1858 δημοσίευσε το Διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο: «ΟΘΩΝ κλπ Ἐπί τῇ προτάσει τοῦ ἡμετέρου ἐπί τῶν ἐσωτερικῶν ὑπουργοῦ ἐγκρίνομεν ἵνα ἐκφρασθῇ ὁ βασιλικός ἔπαινος, πρός τούς ἐξῆς δημοτικούς ὑπαλλήλους καί πολίτας Γεώργιον Τσουκαλᾶ δήμαρχον Μακρακώμης, Ἐπαμεινώνδα Σταυρόπουλον ὑφοδηγόν, Δημήτριον Τσιμίδαν, πρόεδρον τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου Μακρακώμης καί τούς κατοίκους Πλατυστόμου, Κώνσταν Καραμπᾶν[42], Ἀποστόλην Μπῖκον[43], Δημήτριον Φλώρον καί Δημήτριον Γεωργίου, τόν εἰδικόν πάρεδρον τοῦ χωρίου τούτου Ἰωάννην Γεραγᾶν[44], τούς κατοίκους Γιαννιτζοῦς Κωνστ. Βαρβατάκην καί Ἀθανάσιον Σιοκῆν, τόν εἰδικόν πάρεδρον τοῦ χωρίου τούτου Γεώργιον Σακελλαρίου, τόν εἰδικόν πάρεδρον τοῦ χωρίου Ἀσβέστη Γεώργιον Τσούμαν καί τόν εἰδικόν πάρεδρον τοῦ χωρίου Ἀρχανίου Γεώργιον Νερολῆν ὡς μετά ζήλου καί προθυμίας προπαρασκευάσαντας καί κατορθώσαντας τήν σύλληψιν τῶν ληστῶν Β. Κουλούρη καί Δημ. Κατσίμπα καί τήν προσέλευσιν τοῦ Δημ. Καρβέλη»[45].
[1] Διάβαζε επαγγελμάτων
[2] Σημερινή Λυγαριά
[3] ΑΥΕ, 1831/4/1, υποφάκελος «Περί καπεταναίων Ολύμπου»
[4] ΓΑΚ, υπ. Εσωτ., Φ. 162. Επιστολή συνημμένη σε έκθεση του αρχηγείου Στερεάς προς το υπ. Στρατιωτικών, 606/11 Ιαν. 1836 & Γιάννης Κολιόπουλος «Ληστές» σελ. 19 & σελ. 261-262. Σε … απλά ελληνικά τώρα η επιστολή:
«Προς τον γενικόν αρχηγόν της Στερεάς Ελλάδας (Σ.Σ. ήταν ο Αναστάσιος Λιδωρίκης), προσκυνώ σας
1836 την 7 Γεναρίου
Μεγαλιώτατε πολύ καιρό έχεις οπού ήλθες αυτού (Σ.Σ. στη Λαμία) και εγώ δεν μπόρεσα να σου γράψω διά να μάθεις τον κατατρεγμόν μου, όπου με κατάτρεξαν από την Ελλάδα όπου έχω αφήσει τέσσερα κεφάλια (Σ.Σ. εννοεί τέσσερα άτομα της οικογένειας του). Εις την Ελλάδα πέρσι ήλθα από την οθωμανικήν επικράτεια και κατοίκησα εις Χαμασκό (Σ.Σ. διάβαζε Χαμάκο) κι έτρωγα με τη μανούλα μου και δεν με αφήκαν σε ησυχία ο κύριος Κώστας Παλάσκας και ο κύριος Σκούρνης, (Σ.Σ. ήταν αποσπασματάρχες για την καταπολέμηση της ληστείας) παρά με σήκωσαν (Σ.Σ. με συνέλαβαν) να με στείλουν εις τα Σάλωνα (Σ.Σ. σημερινή Άμφισσα) ως ληστήν και αφανίστηκα από δυο χιλιάδες γρόσια έξοδα. Λοιπόν, ευχαριστώ τον Βελέτζα (Σ.Σ. ο γνωστός Βελέντζας) με το με έβγαλεν (Σ.Σ. από τη φυλακή) με έβαλε οδηγό (Σ.Σ. στα αποσπάσματα της Χωροφυλακής, της οποίας ο Βελέντζας ήταν αξιωματικός) εις την επαρχία της Λαμίας και εφύλαξα όσο μπόρεσα. Λοιπόν, εάν έκαμα καμίαν αταξίαν τότε είμαι ένας αντίχριστος. Εγώ γυρεύω το δίκιο μου, ο Καρδηκότης (Σ.Σ. Γαρδικιώτης Γρίβας, στρατιωτικός για την καταδίωξη της ληστείας τότε) έρχονταν, με χτυπούσε, εγώ δεν ήξερα το φταίξιμό μου, είμαι εγώ τώρα διά ληστής εις τα γεράματα. Λοιπόν, στο λαιμό να μ’ έχουν οι αίτιοι. Λοιπόν, εάν ήμουν ληστής, ήμουν εις το οθωμανικόν κράτος, όχι στο Ελληνικό κράτος, όπου είναι το σπίτι μου. Λοιπόν, τώρα σαν αγαπάτε, να μας δώσετε εμάς τους σταθερούς από τη Σούρπη έως το γιοφύρι του Κοράκου (Σ.Σ. δηλαδή όλα τα σύνορα από τη Μαγνησία ως την Ευρυτανία!!!) και ελπίζομεν όπου να μην λείψει ούτε κότα, όμως να έλθει διάταγμα από το χέρι του βασιλέως. Είχα πόνον να σε αντάμωνα και να σου μιλούσα, και αν έφταιγα τη ζωή μου σου το ‘κανα κουρπάνη της εκπλαμπρότητος σου. Όμως στο λαιμό να μ’ έχουν οι αίτιοι εμένα κι όλη την ορφάνια, Εκλαμπρότατε, επροχθές μύνησες ότι δεν σε γνώρισα, με μύνησες (Σ.Σ. μύνησες = ειδοποίησες) ότι γλυτώνεις από εμέ, όμως δεν σε γνωρίζω διά κακόν άνθρωπον, παρά σε γνωρίζομεν διά Έλληνα της Ελλάδος και σ’ έχουμε απάνω εις το κεφάλι μας. Λοιπόν τώρα όπως αγαπάτε.
Ο κατατρεγμένος της Ελλάδος ευπειθής
Αθανάσιος Μαλισόβας»
[5] ΓΑΚ, υπ. Εσωτ. Φ. 166. Δε βρέθηκε το συνημμένο έγγραφο που αναφέρεται & Κολιόπουλος σελ. 23
[6] E. J. Hobsbawh «Οι ληστές», μεταφρ. Φ. Ζαμπαθά – Παγουλάτου, εκδ. Βέργος, Αθήνα 1975
[7] ΓΑΚ, υπ. Εσωτ. Φ.176 εκθέσεις για τη ληστεία στη Στερεά προς τον καγκελάριο Armansperg του Δρόσου Μανσόλα (24/12/1835), του Τάτση Μαγγίνα (20/12/1835), του Αναγνώστη Μοναρχίδη (22/12/1835) και του Αναστάσιου Λοιδωρίκη (26/12/1835
[8] ΦΕΚ 4/4-3-1833
[9] Διάταγμα της 9 Φλεβάρη 1833, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 4/4-3-1833
[10] ΦΕΚ 2/31-1-1838, Διάταγμα 18 Ιανουαρίου 1838
[11] ΓΑΚ – Κεντρική Υπηρεσία – υπ. Εσωτ. Φ. 180
[12] ΓΑΚ, υπ. Εσωτ. Φ. 167
[13] ΓΑΚ, υπ. Εσωτ. Φ. 167, διάταγμα 16 Σεπτέμβρη 1839
[14] ΦΕΚ 1/22 Ιανουαρίου 1844, ΦΕΚ 3/16 Φεβρουαρίου 1844, ΦΕΚ 10/15 Απριλίου 1844, ΦΕΚ 18/15 Ιουνίου 1844, ΦΕΚ 25/13 Ιουλίου 1844, ΦΕΚ 26/27 Ιουλίου 1844, ΦΕΚ 29/5 Σεπτεμβρίου 1844, ΦΕΚ 33/10 Νοεμβρίου 1844, ΦΕΚ 37/29 Δεκεμβρίου 1844, ΦΕΚ 14/29 Μαΐου 1845 και ΦΕΚ 16/16 Ιουνίου 1845
[15] ΦΕΚ 33/10 Νοεμβρίου 1844 και ΦΕΚ 37/29 Δεκεμβρίου 1844
[16] ΦΕΚ 16/16 Ιουνίου 1844
[17] Εντμόντ Αμπού, «Ο βασιλεύς των ορέων», ………………….
[18] Αιμίλιου Αθηναίου «Ιστορία των ληστών», Αθήνα 1901, σελ. 387
[19] J. A. Buchon, «La Grece Coutinentale et la Morée» (1843) και Αιμ Αθηναίου, ο.π., σελ. 72-74.
[20] Πρόκειται για τον εκ Χαλκιδικής καταγόμενο Βασίλη Αθανασίου. Βλέπε Κων. Χιούτη «Βασίλης Αθανασίου, ………………………………..»
[21] Εννοείται τα Γιαννιτσιώτικα Καλύβια.
[22] Πιθανόν εδώ να εννοεί τον Αναγνώστη Κουτσολέλο, πάρεδρο τότε της Γιαννιτσούς.
[23] ΑΥΕ, 1855/4/1, νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδας, προς το υπ. Εσωτ. 885/2 Φεβρουαρίου 1855 και Κολιόπουλος, σελ. 100
[24] ΑΥΕ, 1855/4/1, υπ. Στρ. προς το υπ. Εξωτ. 27945/18 Νοε, 28344/22 Νοε, 28678/25 Νοε, 29030/29 Νοε, 292802/2 Δεκ και Κολιόπουλος.
[25] Μεγαλέμπορος τότε της Γιαννιτσούς.
[26] Εφημ. «Φάρος της Όθρυος», φ. 799/2-3-1873
[27] Αιμίλιου Αθηναίου, ο.π.
[28] Του Ιωάννη Κωλέτη
[29] ΦΕΚ 14/29 Μαΐου 1845
[30] Αιμ. Αθηναίου, ο.π., σελ. 1361
[31] ΓΑΚ – Κεντρική Υπηρεσία – Αρχείο Βακάλογλου, αρ. εγγρ. 693 α/α 66
[32] ΓΑΚ – Κεντρική Υπηρεσία – Αρχείο Βακάλογλου, αρ. εγγρ. 693 α/α 72
[33] ΦΕΚ 18/25-5-1871
[34] ΓΑΚ – Κεντρική Υπηρεσία – Αρχείο Βακάλογλου, αρ. εγγρ. 692 α/α 2 & αρ. εγγρ. 693 α/α 71 & αρ. εγγρ. 695 α/α 32 & αρ. εγγρ. 673 α/α 47 & αρ. εγγρ. 673 α/α 68 & αρ. εγγρ. 695 α/α 26 & αρ. εγγρ. 674 α/α 66 και Εφημ. «Φάρος της Όθρυος», φ. 806/20-4-1874 & φ. 809/11-5-1874.
[35] ΓΑΚ – Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Βακάλογλου, αρ. εγγρ. 674 α/α 67
[36] ΓΑΚ – Αρχεία Ν. Φθιώτιδας, Δικαστικά αρχεία, Βούλευμα 58/8-4-1856 Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας.
[37] ΓΑΚ – Αρχεία Ν. Φθιώτιδας, Δικαστικά αρχεία, Βούλευμα 36/9-4-1856 Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας.
[38] Θέρμα
[39] ΓΑΚ – Αρχεία Ν. Φθιώτιδας, Δικαστικά αρχεία, Βούλευμα 486/2-9-1869 Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας.
[40] ΓΑΚ – Αρχεία Ν. Φθιώτιδας, Δικαστικά αρχεία, Βούλευμα 425/1869
[41] Εφημ. «Φάρος της Όθρυος», φ. 96/8-2-1858
[42] Το σωστό είναι Καρυαμπάς. Ήταν από την Γιαννιτσού και είχε εγκατασταθεί αρχικά στο Πλατύστομο κι έπειτα στην Υπάτη. Ήταν αγωνιστής του 1821 και είχε πάρει κτήματα ως προικοδότηση.
[43] Ήταν από την Γιαννιτσού και είχε εγκατασταθεί στο Πλατύστομο. Ήταν αγωνιστής του 1821 και είχε πάρει κτήματα ως προικοδότηση.
[44] Ήταν από Γιαννιτσού, εγκαταστάθηκε στο Πλατύστομο
[45] Εφημ. «Φάρος της Όθρυος», φ. 103/29-3-1858